Φύλαξη αρχείων και στατιστικά δεδομένα και στοιχεία

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Άρθρο 35

Φύλαξη αρχείων και στοιχείων[1] από υπόχρεα πρόσωπα

1.Τα Υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να φυλάσσουν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες για να χρησιμοποιηθούν σε κάθε έρευνα ή διερεύνηση ενδεχόμενης απόπειρας ή διάπραξης των αδικημάτων του άρθρου 2 από την Επιτροπή, από την αρμόδια αρχή τους ή κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών:

α) τα στοιχεία πιστοποίησης της ταυτότητας του πελάτη και επαλήθευσης τους, κατά τη σύναψη κάθε είδους σύμβασης, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη,

β) τα νομιμοποιητικά έγγραφα, τα φωτοαντίγραφα εγγράφων με βάση τα οποία έγινε η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, και πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά κάθε είδους συναλλαγών, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης ή την εκτέλεση της κάθε συναλλαγής,

γ) τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν εγκρίσεις ή διαπιστώσεις ή εισηγήσεις για υποθέσεις που σχετίζονται με τη διερεύνηση των ανωτέρω αδικημάτων ή αναφερθείσες ή μη υποθέσεις στην Επιτροπή, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης του πελάτη που σχετίζεται με τις ως άνω υποθέσεις,

δ) τα στοιχεία της επιχειρηματικής, εμπορικής και επαγγελματικής αλληλογραφίας με τους πελάτες, όπως αυτά δύναται να προσδιορίζονται από τις Αρμόδιες αρχές.

2. Όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στα εδάφια α', β', γ' και δ' της παρ. 1 φυλάσσονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, για το αναφερόμενο στα εδάφια αυτά χρονικό διάστημα, εκτός αν επιβάλλεται από άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστικής απόφασης η φύλαξη τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα.

3. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να τηρούνται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το υπόχρεο πρόσωπο να μπορεί να ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση σε αίτημα της Επιτροπής, της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρμόδιας δημόσιας αρχής για την αναδρομική απεικόνιση της σειράς συναλλαγών.

 

Άρθρο 36

Φύλαξη αρχείων και στοιχείων από θυγατρικές και υποκαταστήματα σε άλλες χώρες

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να εφαρμόζουν στις θυγατρικές τους εταιρείες, κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 4 και στα υποκαταστήματα τους σε άλλο κράτος, μέτρα τουλάχιστον ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 35 όσον αφορά στη φύλαξη αρχείων και στοιχείων. Όταν η νομοθεσία τρίτου κράτους, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επιτρέπει την εφαρμογή αυτών των μέτρων, πλήρως ή μερικώς, τα ανωτέρω πρόσωπα ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, τις Αρμόδιες αρχές και την Κεντρική Συντονιστική Αρχή.

2. Ο Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις ΕΕΑ σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών (ΕΕ) 1093/2010, 1094/2010 και 1095/2010 για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 και μπορεί να ληφθεί συντονισμένη δράση για την επίτευξη λύσης[2].

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία τρίτου κράτους, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται κατά το άρθρο 35, να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο διάπραξης των αδικημάτων του άρθρου 2. Οι σχετικές Αρμόδιες αρχές δύνανται με αποφάσεις τους να εξειδικεύουν τα πρόσθετα αυτά μέτρα.

4. Με βάση τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 4 του άρθρου 31 της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 (4β) της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, οι Αρμόδιες Αρχές με αποφάσεις τους εξειδικεύουν και καθορίζουν κάθε λεπτομέρεια και τεχνικό θέμα[3].

 

Άρθρο 37

Εφαρμογή διαδικασιών και συστημάτων

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εφαρμόζουν διαδικασίες και συστήματα ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται πλήρως και ταχέως σε αίτημα ή ερώτημα της Επιτροπής, της αρμόδιας αρχής τους ή άλλων αρμοδίων δημόσιων αρχών, ως προς το εάν διατηρούν ή είχαν διατηρήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για το είδος αυτής της επιχειρηματικής σχέσης και για κάθε σχετική συναλλαγή.

2. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών υπόχρεων προσώπων, άλλων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δύναται να εξειδικεύονται κατά περίπτωση υποχρεώσεις αυτών των υπόχρεων προσώπων αντίστοιχες με εκείνες της παραγράφου 1.

 

Άρθρο 38

Συλλογή, τήρηση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων από δημόσιες αρχές

1. Όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, της Επιτροπής, των αρμόδιων αρχών και των δικαστικών, εισαγγελικών, αστυνομικών και φορολογικών αρχών και υπηρεσιών, τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τομείς ή θέματα της αρμοδιότητας τους. Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνει η Κεντρική Συντονιστική Αρχή ανά ημερολογιακό εξάμηνο.

2. Οι στατιστικές αυτές καλύπτουν τουλάχιστον:

α) τον αριθμό των αναφορών ύποπτων ή ασυνηθών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, την κατηγοριοποίηση αυτών των αναφορών ανάλογα με τους αποστέλλοντες, τον αριθμό των πορισμάτων που υποβλήθηκαν στον Εισαγγελέα και των υποθέσεων που τέθηκαν στο αρχείο, καθώς και στοιχεία από τη διεθνή συνεργασία της Επιτροπής με αλλοδαπές αντίστοιχες αρχές,

β) τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των στοιχείων του άρθρου 39,

γ) τα στατιστικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 6 και περιλαμβάνονται στις εξαμηνιαίες εκθέσεις των αρμόδιων αρχών,

δ) τα στατιστικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις κανονιστικές αποφάσεις των αρμόδιων αρχών.

3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η Επιτροπή και οι Αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για την επαρκή ενημέρωση του κοινού.

 

Άρθρο 39

Συλλογή δικαστικών δεδομένων και στοιχείων

1.Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις για αδικήματα του άρθρου 2, οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, τον αριθμό των περιπτώσεων που ερευνήθηκαν και των προσώπων που διώχθηκαν, τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα και τα τυχόν δημευθέντα ή κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία. Με την ίδια απόφαση ορίζεται επίσης η διαδικασία παρακολούθησης της δικαστικής εξέλιξης των αναφορών που υποβάλλει η Επιτροπή στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

2. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης μεριμνούν επίσης για τη συλλογή, καταχώρηση και επεξεργασία ανάλογων με τα ως άνω στοιχείων για τις σημαντικότερες κατηγορίες των βασικών αδικημάτων, ζητώντας πληροφορίες από γραμματείες Εισαγγελιών και Δικαστηρίων και από αστυνομικές υπηρεσίες.

 

 

 

[1] Βλέπε σχετικά παράγραφο Γ της εγκυκλίου 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)».

 

[2] Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5α του άρθρου 116 ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α' 250).

[3] Η παρ. 4 προστέθηκε με την παράγραφο 5α του άρθρου 116 ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α' 250).