Τιτλοποίηση Απαιτήσεων

 

Τιτλοποίηση απαιτήσεων

 

I. Εθνική νομοθεσία

Α. Νόμοι

i) Ν. 3156/2003, Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις, άρθρα 10-11

ii) Ν. 2801/2000 - Ελληνικό Δημόσιο - Τίτλοι προεσόδων - άρθρο 14

Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα

Ελληνικό Δημόσιο - Τίτλοι προεσόδων

 

B. Συναφείς Κανονιστικές Πράξεις

i. ΥΑ 161337/2003 (Β' 1688), Καθορισμός εντύπου σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων

ii. ΥΑ 161338/2003 (Β' 1688), Καθορισμός εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003

iii. ΠΔ/ΤΕ 2645/9.9.2011, Υπολογισμός σταθμισμένων ανοιγμάτων για θέσεις σε τιτλοποίηση

iv. Εγκύκλιος διοίκησης υπ. αριθμ. 9 της Τράπεζας της Ελλάδος, Πλαίσιο εποπτείας προγράμματος τιτλοποίησης απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων (securitisation)

 

Άρθρο 10 Ν. 3156.2003 - Τιτλοποίηση απαιτήσεων - Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού «ιδιωτική τοποθέτηση» είναι η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade). Ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικοί οργανισμοί δεν μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση ούτε μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων ή εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου.

2. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού «μεταβιβάζων» είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. «Αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών.

3. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζεται.

4. Οι μετοχές της εταιρείας ειδικού σκοπού είναι ονομαστικές.

5. Οι αποφάσεις για την έκδοση και το είδος των ομολογιών λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ειδικού σκοπού. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να παρέχεται περαιτέρω εξουσιοδότηση για τον καθορισμό επί μέρους λεπτομερειών, όπως αυτών που αναφέρονται στον αριθμό και τη συνολική ονομαστική αξία των ομολογιών που πρόκειται να εκδοθούν, τον τρόπο και την προθεσμία διάθεσης τους, τον τρόπο καθορισμού της τιμής διάθεσης τους, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, καθώς και τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων. Η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας πρέπει να είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

6. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του Α.Κ., εφόσον συνδέονται με .τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του Α.Κ., η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του Α.Κ., εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού.

7. Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς επίσης και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται, ενδεικτικώς, η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων, όπως ορίζεται στους όρους των σχετικών συμβάσεων και το πρόγραμμα του δανείου.

8. Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α') και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Επιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξόφληση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσον η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου.

9. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να προσδιορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση.

10. Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/ 2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

11. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του Α.Κ., καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου.

12. Στις μεταβιβασβείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν μεταβιβαζόμενη απαίτηση ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923.

13. Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις πάσης φύσεως, κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις. Ειδικά προνόμια που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικά προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πάσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος.

14. Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διαχειριστή.

15. Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξη τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του.

16. Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγραφο 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή.

17. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παράγραφο 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ' αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος.

18. Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ., εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του δανείου.

19. Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νομίμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατ' αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης.

20. Οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου δεν εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ μεταβιβάζοντος και εταιρείας ειδικού σκοπού και στις σχέσεις μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού και των δανειστών της για τους σκοπούς της τιτλοποίησης. Η εταιρεία ειδικού σκοπού και οι δανειστές της υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου, όπως αυτές ισχύουν αναφορικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων.

21. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων οφειλετών κατά το μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς τιτλοποίησης απαιτήσεων κατά το νόμο αυτόν γίνεται σύμφωνα με το ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α'), και δεν προϋποθέτει προηγούμενη άδεια της Αρχής του ν. 2472/1997 ή συναίνεση του οφειλέτη.

22. Ο μεταβιβάζων μπορεί να δίνει προς την εταιρεία ειδικού σκοπού κάθε στοιχείο ή δεδομένο σχετικό με τις απαιτήσεις και τους αντίστοιχους οφειλέτες. Το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία ειδικού σκοπού έναντι των ομολογιούχων ή των εκπροσώπων τους, καθώς και των προσώπων που μετέχουν στις διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο αυτόν

Άρθρο 11 Ν. 3156/2003 - Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα

1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα είναι η μεταβίβαση ακινήτων λόγω πώλησης με έγγραφη σύμβαση μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνο, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, ονομαστικής αξίας της καθεμιάς τουλάχιστον εκατό χιλιάδων {100.000} ευρώ, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν της διαχείρισης ή πώλησης των ακινήτων που μεταβιβάζονται κατά τα άνω ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως μεταβίβαση ακινήτων για τους σκοπούς του άρθρου αυτού καθώς και του άρθρου 14 νοείται η μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία. Ο ορισμός της ιδιωτικής τοποθέτησης, οι απαγορεύσεις και οι προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτή των αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου 10, ισχύουν και εφαρμόζονται και στο άρθρο αυτό.

2. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, «μεταβιβάζων» είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ή επιχείρηση του Δημοσίου, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α'), πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική εταιρεία ή ανώνυμη εταιρεία, της οποίας το σύνολο των μετοχών ανήκει στα πρόσωπα του εδαφίου αυτού. «Μεταβιβάζων» επίσης είναι και ανώνυμη εταιρεία, οι μετοχές της οποίας είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών και το γενικό σύνολο ενεργητικού της είναι μεγαλύτερο από τριακόσια πενήντα εκατομμύρια (350.000.000) ευρώ, όπως προκύπτει από τις πλέον πρόσφατες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν ελεγχθεί από ορκωτό ελεγκτή λογιστή. Με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3049/ 2002 (ΦΕΚ 212 Α') μπορεί για τους σκοπούς αποκρατικοποίησης να υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού και άλλες επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 {ΦΕΚ 65 Α'), όπως το άρθρο αυτό αρχικά ίσχυσε.

3. «Αποκτών» για τους σκοπούς του άρθρου αυτού είναι το νομικό πρόσωπο ή πρόσωπα προς τα οποία μεταβιβάζονται τα ακίνητα. Ο αποκτών πρέπει να έχει ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία ακινήτων για τους σκοπούς του άρθρου αυτού («εταιρεία ειδικού σκοπού»),

4. Τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα, με την εξαίρεση των ακινήτων του Δημοσίου και των επιχειρήσεων του Δημοσίου ή των θυγατρικών τους, πρέπει να ιδιοχρησιμοποιούνται από τον μεταβιβάζοντα για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

5. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται εταιρεία ειδικού σκοπού είναι ο αποκτών ή ο εκδότης των ομολογιών ανάλογα με την περίπτωση.

6. Η εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου αυτού εδρεύει υποχρεωτικώς στην Ελλάδα, έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ') της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζεται.

7. Οι μετοχές της εταιρείας ειδικού σκοπού του άρθρου αυτού είναι ονομαστικές.

8. Η σύμβαση για τη μεταβίβαση του εμπράγματου δικαιώματος επί του ακινήτου που γίνεται για το σκοπό τιτλοποίησης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000.

9. Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου 10 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που η τιτλοποίηση αφορά απαιτήσεις από ακίνητα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο αυτό. Όπου στο άρθρο 10 γίνεται λόγος για προϊόν είσπραξης απαιτήσεων, νοούνται οι καρποί και οι πρόσοδοι από τη διαχείριση, την εκμετάλλευση, καθώς και το τίμημα διάθεσης κάθε μεταβιβαζόμενου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου.

10. Ο αποκτών δεν επιτρέπεται να μεταβιβάζει περαιτέρω τα ακίνητα ή να συστήνει άλλο εμπράγματο βάρος επ' αυτών. Κάθε σχετική σύμβαση με αυτό το αντικείμενο είναι άκυρη. Από την απαγόρευση εξαιρούνται μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης μεταβίβασης του ακινήτου.

11. Η σύμβαση μεταβίβασης των ακινήτων υποχρεωτικά περιέχει ιδίως: (α) μνεία ότι η κατάρτιση αυτής και η μεταβίβαση των ακινήτων γίνεται αποκλειστικά για το σκοπό τιτλοποίησης σύμφωνα με το νόμο αυτόν, (β) όρους με τους οποίους συμφωνείται ο τρόπος διάθεσης των ακινήτων στη λήξη του ομολογιακού δανείου, που. μπορεί ενδεικτικά να συνίσταται σε πώληση, επαναπώληση, επαναγορά, ανταλλαγή ή εξώνηση, χωρίς το χρονικό περιορισμό του άρθρου 566 Α.Κ. και (γ) μνεία της απαγόρευσης της παραγράφου 10.

12. Τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα επί ακινήτων και τα έσοδα από τη διαχείριση τους πρέπει να είναι ελεύθερα βαρών και κατασχέσεων.

13. Στην απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για την έκδοση και τους όρους των ομολογιών εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 πρέπει να αναφέρεται και το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση των ακινήτων, καθώς και την είσπραξη και διαχείριση των εσόδων και εξόδων από αυτήν, τον τρόπο διάθεσης των εσόδων από τη διαχείριση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 10.

14. Επί των καρπών από τη διαχείριση, την εκμετάλλευση, καθώς και επί του τιμήματος διάθεσης κάθε μεταβιβαζόμενου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου και επί των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού στο τίμημα διάθεσης κάθε μεταβιβαζόμενου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου, υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των προσώπων και κατά τους όρους της παραγράφου 18 του άρθρου 10 του νόμου αυτού.

15. Η μεταβίβαση των ακινήτων γνωστοποιείται εγγράφως με κάθε πρόσφορο τρόπο από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στο μισθωτή του ακινήτου και κάθε πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε ενοχική υποχρέωση έναντι του εκάστοτε κυρίου ή επικαρπωτή.

16. Καταστροφή κτισμάτων ή άλλων εγκαταστάσεων επί ακινήτων δεν επιφέρει λήξη του ομολογιακού δανείου, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στους όρους του δανείου.

17. Επί των καρπών και του τιμήματος διάθεσης κάθε μεταβιβαζόμενου ακινήτου και απαιτήσεως επ' αυτού δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος επ' αυτών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 14 του άρθρου αυτού.18. Σε περίπτωση εκμίσθωσης των ακινήτων από την εκδότρια στον μεταβιβάζοντα δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α').

Άρθρο 14 Ν. 2801/2000 - Ελληνικό Δημόσιο - Τίτλοι προεσόδων

1. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να εκδίδει και να διαθέτει στο επενδυτικό κοινό, στο εσωτερικό ή και στο εξωτερικό, αξιόγραφα με τη μορφή "φυσικών ή" άυλων τίτλων και την ονομασία "τίτλοι προεσόδων" (revenue certificates). Αρμόδιο για την έκδοση των τίτλων προεσόδων είναι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών.

2. Οι τίτλοι προεσόδων αποφέρουν πρόσοδο μέχρι τη λήξη τους και εξοφλούνται κατά κεφάλαιο και προσόδους από μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου οποιασδήποτε φύσεως." Το συνολικό ποσό κάθε έκδοσης τίτλων προεσόδων καθορίζεται με τις αποφάσεις της παρ. 8 του παρόντος σε τμήμα μέρους συγκεκριμένης κατηγορίας εσόδων, τα οποία προβλέπεται να εισπραχθούν σε ορισμένο χρονικό διάστημα. "Ως μελλοντικά έσοδα νοούνται και απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες ή μη, που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν εισπραχθεί, καθώς και μέλλουσες απαιτήσεις που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί.

3. Οι πρόσοδοι των τίτλων προεσόδων και οποιαδήποτε σύμβαση ή συναλλαγή αφορά τους τίτλους αυτούς, περιλαμβανομένης και της εκδόσεώς τους, απαλλάσσονται από οποιονδήποτε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.

4. Το κατά την παρ. 2 μέρος των εσόδων, στο οποίο αναφέρεται ορισμένη έκδοση τίτλων προεσόδων, κατατίθεται, μέχρι την πλήρη κάλυψη του συνολικού ποσού της έκδοσης κατά κεφάλαιο και προσόδους, σε ειδικό δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό και διατίθεται αποκλειστικά για την εξόφληση των προσόδων και του κεφαλαίου των αντίστοιχων τίτλων προεσόδων. Τα ποσό του τραπεζικού αυτού λογαριασμού είναι ακατάσχετα για οποιονδήποτε πιστωτή του Δημοσίου πλην των κομιστών των τίτλων προεσόδων, σε περίπτωση δε πτωχεύσεως του πιστωτικού ιδρύματος δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία αλλά διατίθενται για την ικανοποίηση των κομιστών των τίτλων προεσόδων. Μετά την ημερομηνία λήξης των τίτλων προεσόδων, τα κατατεθειμένα στον παραπάνω λογαριασμό ποσά που τυχόν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την πλήρη εξόφληση των τίτλων προεσόδων, κατά κεφάλαιο και προσόδους, αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών είναι δυνατόν, να ορίζεται ότι σε περίπτωση που τα κατατεθειμένα ποσά δεν επαρκούν για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων προσόδων και κεφαλαίων, η διαφορά καλύπτεται από το Ελληνικό Δημόσιο.

5. Η αξίωση ως προς το κεφάλαιο των τίτλων προεσόδων υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή ή από την ημερομηνία λήξης του τίτλου και ως προς τις προσόδους σε πενταετή παραγραφή από την ημερομηνία που καθίστανται απαιτητές.

6. Οι τίτλοι προεσόδων γίνονται δεκτοί στην ονομαστική τους αξία για σύσταση εγγυοδοσιών για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς έργων ή προμηθειών του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

7. Επί των τίτλων προεσόδων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 9 του άρθρου 10 του ν. 2642/1998 (ΦΕΚ 216 Α') περί μετοχοποιήσιμων τίτλων.

8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποφασίζεται η έκδοση τίτλων προεσόδων για το μέρος συγκεκριμένης κατηγορίας δημόσιων εσόδων ορισμένης χρονικής περιόδου και καθορίζονται το συνολικό ποσό της έκδοσης, ο τύπος και το είδος των τίτλων προεσόδων (ονομαστικοί ή ανώνυμοι), η ονομαστική αξία, η τιμή διάθεσης τους και ο τρόπος υπολογισμού της, το νόμισμα στο οποίο θα εκδίδονται, η διάρκεια αυτών, η τιμή εξόφλησης τους, η ποσοστιαία πρόσοδος και ο χρόνος κατά τον οποίο καθίστανται απαιτητές οι πρόσοδοι, ο τόπος και ο τρόπος διάθεσης των τίτλων στους επενδυτές, το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο θα κατατίθενται τα έσοδα που δεσμεύονται για την εξόφληση των τίτλων προεσόδων, ο τρόπος και ο χρόνος της κατάθεσης των εσόδων αυτών, καθώς και ο τρόπος εξόφλησης των τίτλων κατά κεφάλαιο και προσόδους.

9. Ο Υπουργός Οικονομικών, ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, μπορεί να συνομολογεί με απευθείας ανάθεση τις συμβάσεις που απαιτούνται για την προετοιμασία, την έκδοση και διάθεση των τίτλων προεσόδων και για κάθε θέμα που αφορά τους τίτλους αυτούς. Οι συμβάσεις αυτές εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980, που προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2145/1999 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α').

10. Οι δαπάνες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου γίνονται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του δημόσιου λογιστικού και κάθε συναφούς διατάξεως.

11. Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.ΠΔ.Δ. καθώς και δημόσιες επιχειρήσεις που ανήκουν αποκλειστικά σε φορείς του δημόσιου τομέα, δύνανται να εκδίδουν και διαθέτουν στο επενδυτικό κοινό τίτλους προεσόδων που αναφέρονται σε μελλοντικά έσοδα αυτών, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 1-10 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν οι αποφάσεις της παρ. 8 εκδίδονται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό που εποπτεύει το συγκεκριμένο Ν.Π.Δ.Δ. ή δημόσια επιχείρηση, μετά από πρόταση της διοίκησης του Ν.Π.Δ.Δ. ή της δημόσιας επιχείρησης, οι δε συμβάσεις της παρ. 9 συνάπτονται από το αρμόδιο κατά τις οικείες διατάξεις όργανο αυτών και εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον εποπτεύοντα Υπουργό. Με απόφαση των ίδιων ως άνω Υπουργών είναι δυνατόν να ορίζεται ότι σε περίπτωση που τα κατατιθέμενα ποσά στο λογαριασμό της παρ. 4 δεν επαρκέσουν για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων προσόδων και κεφαλαίων η διαφορά καλύπτεται από το Ν.Π.Δ.Δ. ή τη δημόσια επιχείρηση, κατά περίπτωση.

12. Μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή των αρμόδιων κατά την παράγραφο 11 Υπουργών είναι δυνατόν να μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος μελλοντικών, κατά την παράγραφο 2, εσόδων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή των αναφερόμενων στην παράγραφο 11 δημόσιων επιχειρήσεων σε τρίτο νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, το οποίο θα προβαίνει στην έκδοση, στο εσωτερικό ή εξωτερικό, τίτλων προεσόδων ή οποιουδήποτε άλλου είδους αξιογράφων, με αντάλλαγμα της μεταβίβασης αυτής το ποσό που θα αντιστοιχεί στο προϊόν από την έκδοση των παραπάνω τίτλων ή αξιογράφων και οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε συμφωνηθεί. Τα μεταβιβαζόμενα έσοδα αποτελούν ξεχωριστή περιουσιακή ομάδα και διατίθενται αποκλειστικά για την εξόφληση των προσόδων και του κεφαλαίου των παραπάνω τίτλων ή αξιογράφων, των αμοιβών, δαπανών, εν γένει εξόδων και τυχόν φόρων που ανακύπτουν, καθώς και των αποδιδόμενων στον μεταβιβάζοντα ποσών, και κατά σειρά προτεραιότητας μεταξύ αυτών, σύμφωνα με τους όρους των σχετικών συμβάσεων και του ενημερωτικού δελτίου. Τα παραπάνω έσοδα κατατίθενται σε έναν ή περισσότερους τραπεζικούς λογαριασμούς, μέσω των οποίων γίνεται η κατά το προηγούμενο εδάφιο διάθεση των εσόδων, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων της παραγράφου 4. Η κατά την παράγραφο αυτή μεταβίβαση μελλοντικών εσόδων διενεργείται με εκχώρηση των αντίστοιχων απαιτήσεων, ως προς την οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 11 και 14 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α'), όπως ισχύουν, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου. Οι συμβάσεις εκχώρησης, εάν αφορούν μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου, συνάπτονται και υπογράφονται από τον Υπουργό Οικονομικών και κατ' απόκλιση τυχόν υφιστάμενων διατάξεων που προβλέπουν ειδικό όργανο και τρόπο διαχείρισης των εσόδων αυτών, εάν δε αφορούν μελλοντικά έσοδα Ν.Π.Δ.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων της παραγράφου 11, από το αρμόδιο κατά τις οικείες διατάξεις όργανο αυτών και εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον εποπτεύοντα Υπουργό. Η κατά την παρούσα παράγραφο μεταβίβαση μελλοντικών εσόδων και παρεπομένων δικαιωμάτων, όλες οι συμβάσεις και πράξεις που συνδέονται με την κατά το παρόν άρθρο τιτλοποίηση, περιλαμβανομένης και της κατά το άρθρο 1312 Α.Κ. καταχώρισης στα βιβλία υποθηκών, οι πρόσοδοι των τίτλων προεσόδων ή άλλων αξιογράφων, η μεταβίβαση ή ενεχυρίαση των τίτλων προεσόδων ή άλλων αξιογράφων, καθώς και η τυχόν αναμεταβίβαση εσόδων ή απόδοση ποσών για οποιαδήποτε αιτία από το νομικό πρόσωπο του πρώτου εδαφίου προς το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή δημόσια επιχείρηση της παραγράφου 11 απαλλάσσονται από κάθε φόρο, περιλαμβανομένου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, πλην του Φ.Π.Α. ως προς τον οποίο εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες περί Φ.Π.Α. διατάξεις. Με τις αποφάσεις της παραγράφου 8 και της παραγράφου 11 εδάφιο δεύτερο του παρόντος μπορεί να καθορίζονται, πέραν των αναφερόμενων στις διατάξεις αυτές θεμάτων, και οι ειδικότεροι όροι μεταβίβασης μελλοντικών εσόδων, οι δεσμεύσεις του μεταβιβάζοντος ως προς τη διασφάλιση της πραγματοποίησης των μεταβιβαζόμενων εσόδων, το εφαρμοστέο δίκαιο και η δωσιδικία για τις διαφορές που τυχόν θα ανακύψουν και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Κατά τα λοιπά και στην περίπτωση μεταβίβασης μελλοντικών εσόδων και έκδοσης τίτλων προεσόδων ή άλλων αξιογράφων, κατά την παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1-11 του παρόντος.

13. Η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων Ν.Π.Δ.Δ..

14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα λογιστικής τακτοποίησης και εμφάνισης των ποσών στη δημόσια ληψοδοσία, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου