Ευρωπαϊκή νομοθεσία
ΙΙ. Ευρωπαϊκή νομοθεσία Α. Κανονισμοί Β. Οδηγίες Γ. Κατ' εξουσιοδότηση Εκτελεστικά Μέτρα και Ρυθμιστικά Τεχνικά Πρότυπα Δ. Συστάσεις και Κατευθυντήριες Οδηγίες i) Σύσταση 2009/385/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2004, που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 28–31). ΤΜΗΜΑ Ι Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί 1. Πεδίο εφαρμογής
2. Ορισμοί εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ:
ΤΜΗΜΑ ΙΙ Πολιτική αποδοχών (Τμήμα ΙΙ της σύστασης 2004/913/ΕΚ) 3. Διάρθρωση της πολιτικής για τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών
4. Αποδοχές βάσει μετοχών
5. Κοινολόγηση της πολιτικής αποδοχών για τα διοικητικά στελέχη
6. Η ψήφος των μετόχων
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ Η επιτροπή αποδοχών (Σημείο 3 του παραρτήματος Ι της σύστασης 2005/162/ΕΚ) 7. Συγκρότηση και σύνθεση
8. Ρόλος
9. Λειτουργία
ΤΜΗΜΑ IV Τελικές διατάξεις
ii) Σύσταση 2009/385/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2004, που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 28–31). ΤΜΗΜΑ Ι ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ 1. Πεδίο εφαρμογής 1.1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που περιέχονται στα τμήματα 2, 3 και 4 να ισχύουν για όλες τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους ή τα κεντρικά γραφεία τους στην επικράτειά τους. 1.2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ότι οι αρχές που περιέχονται στα τμήματα 2, 3 και 4 να εφαρμόζονται στις αποδοχές εκείνων των κατηγοριών προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. 1.3. Κατά τη λήψη μέτρων που εξασφαλίζουν ότι οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν αυτές τις αρχές, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, καθώς και το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων των εν λόγω χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. 1.4. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις αρχές που περιέχονται στα τμήματα 2, 3 και 4 τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση. Οι αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση και στις θυγατρικές αυτής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εγκατεστημένες σε υπεράκτια χρηματοοικονομικά κέντρα. 1.5. Η παρούσα σύσταση δεν ισχύει για αμοιβές και προμήθειες που εισπράττονται από ενδιάμεσους και εξωτερικούς παρόχους υπηρεσιών στην περίπτωση δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες. 2. Ορισμοί για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης 2.1. «Χρηματοπιστωτική επιχείρηση»: οποιαδήποτε επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις παρακάτω δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση: α) Αποδέχεται καταθέσεις και άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια· β) Παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ· γ) Συμμετέχει σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες· δ) Ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές που ορίζονται στα σημεία α), β) ή γ). Μία χρηματοπιστωτική επιχείρηση περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτά, πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. 2.2. «Διοικητικό στέλεχος»: οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. 2.3. «Λειτουργίες ελέγχου»: διαχείριση κινδύνου, εσωτερικός έλεγχος και παρόμοιες λειτουργίες στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. 2.4. «Μεταβλητή συνιστώσα αποδοχών»: συνιστώσα δικαιώματος αποδοχών που χορηγείται βάσει κριτηρίων επιδόσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης αποδοχής. ΤΜΗΜΑ II ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ 3. Γενικά 3.1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν πολιτική αποδοχών, η οποία συνάδει με τη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου και την προάγει, και δεν προκαλεί την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου. 3.2. Η πολιτική αποδοχών πρέπει να ευθυγραμμίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, όπως οι προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης, και να συνάδει με τις αρχές που σχετίζονται με την προστασία των πελατών και των επενδυτών κατά την παροχή των υπηρεσιών. 4. Διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών 4.1. Όταν οι αποδοχές περιλαμβάνουν μεταβλητή συνιστώσα ή πρόσθετη αποδοχή (bonus), η πολιτική αποδοχών πρέπει να διαρθρώνεται με την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των σταθερών και των μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών. Η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συνιστωσών των αποδοχών μπορεί να διαφέρει μεταξύ των μελών του προσωπικού, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται η χρηματοπιστωτική επιχείρηση. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η πολιτική αποδοχών μίας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης θέτει ένα ανώτατο όριο στη μεταβλητή συνιστώσα. 4.2. Η σταθερή συνιστώσα των αποδοχών πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό μερίδιο του συνόλου των αποδοχών, παρέχοντας στη χρηματοπιστωτική επιχείρηση τη δυνατότητα να εφαρμόζει μία πλήρως ευέλικτη πολιτική πρόσθετων αποδοχών. Ειδικότερα, η χρηματοπιστωτική επιχείρηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει πλήρως ή εν μέρει την καταβολή πρόσθετων αποδοχών όταν το ενδιαφερόμενο άτομο, η σχετική επιχειρηματική μονάδα ή η χρηματοπιστωτική επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια επιδόσεων. Η χρηματοπιστωτική επιχείρηση πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει την καταβολή πρόσθετων αποδοχών όταν η κατάστασή της επιδεινώνεται σημαντικά, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι πλέον δεδομένο ότι η επιχείρηση μπορεί ή θα συνεχίσει να ασκεί περαιτέρω τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες. 4.3. Όταν χορηγείται σημαντική πρόσθετη αποδοχή, η καταβολή του μεγαλύτερου μέρους της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να αναστέλλεται και να ισχύει ελάχιστη περίοδος αναστολής. Το ποσό του υπό αναστολή τμήματος της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το συνολικό ποσό της πρόσθετης αποδοχής και σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των αποδοχών. 4.4. Το υπό αναστολή τμήμα της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους εκκρεμείς κινδύνους που σχετίζονται με τις επιδόσεις για τις οποίες προβλέπονται οι πρόσθετες αποδοχές, και μπορεί να αποτελείται από μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης, μετρητά ή άλλα κεφάλαια η πληρωμή των οποίων μετατίθεται χρονικά για όσο διαρκεί η περίοδος αναστολής. Τα μέτρα των μελλοντικών επιδόσεων, με τα οποία συνδέεται το υπό αναστολή τμήμα, πρέπει να προσαρμόζονται στους κινδύνους, όπως ορίζεται στο σημείο 5. 4.5. Οι πληρωμές που σχετίζονται με την πρόωρη λύση σύμβασης και πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης πρέπει να σχετίζονται με τις επιτευχθείσες επιδόσεις κατά την πάροδο του χρόνου και να σχεδιάζονται με τρόπο που δεν θα ανταμείβει την αποτυχία. 4.6. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το (εποπτικό) συμβούλιο μίας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης μπορεί να απαιτήσει από τα μέλη του προσωπικού να επιστρέψουν όλο ή μέρος των πρόσθετων αποδοχών που τους καταβλήθηκαν για επιδόσεις βασισμένες σε στοιχεία τα οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν προφανώς ανακριβή. 4.7. Η διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών πρέπει να επικαιροποιείται με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι θα εξελίσσεται με τρόπο που θα ανταποκρίνεται στη μεταβαλλόμενη κατάσταση της σχετικής χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. 5. Μέτρηση των επιδόσεων 5.1. Στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό αυτών πρέπει να βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της ενδιαφερόμενης επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. 5.2. Η αξιολόγηση των επιδόσεων πρέπει να εντάσσεται σε ένα πολυετές πλαίσιο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η πραγματική καταβολή πρόσθετων αποδοχών καλύπτει το σύνολο του κύκλου οικονομικής δραστηριότητας της εταιρείας. 5.3. Η μέτρηση των επιδόσεων, ως βάση για τις πρόσθετες αποδοχές ή για τα αποθεματικά πρόσθετων αποδοχών, πρέπει να περιλαμβάνει προσαρμογή προς τους τρέχοντες και τους μελλοντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις υποκείμενες επιδόσεις, και πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κόστος του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται. 5.4. Κατά τον καθορισμό των ατομικών επιδόσεων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μη χρηματοοικονομικά κριτήρια, όπως η συμμόρφωση με εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες, καθώς επίσης και η συμμόρφωση με τα πρότυπα που διέπουν τη σχέση με τους πελάτες και τους επενδυτές. 6. Διακυβέρνηση 6.1. Η πολιτική αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων. Οι διαδικασίες για τον καθορισμό των αποδοχών εντός της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης πρέπει να είναι σαφείς, τεκμηριωμένες και να εκτελούνται με διαφάνεια στο εσωτερικό της επιχείρησης. 6.2. Το (εποπτικό) συμβούλιο πρέπει να καθορίζει τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών. Επιπλέον, το (εποπτικό) συμβούλιο πρέπει να θεσπίζει τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και να είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της. 6.3. Οι λειτουργίες ελέγχου και, κατά περίπτωση, τα τμήματα ανθρώπινων πόρων και οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να συμβάλλουν στον σχεδιασμό της πολιτικής αποδοχών. 6.4. Τα μέλη του (εποπτικού) συμβουλίου που είναι υπεύθυνα για την πολιτική αποδοχών, τα μέλη των επιτροπών αποδοχών και τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών πρέπει να διαθέτουν σχετική εμπειρογνωμοσύνη και λειτουργική ανεξαρτησία από τις επιχειρηματικές μονάδες που ελέγχουν και, ως εκ τούτου, να έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν ανεξάρτητα την καταλληλότητα της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων για τον κίνδυνο και τη διαχείριση κινδύνου. 6.5. Με την επιφύλαξη της γενικής ευθύνης του (εποπτικού) συμβουλίου όπως ορίζεται στο σημείο 6.2., η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών πρέπει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, να υπόκειται σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο από τις υπηρεσίες ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση με πολιτικές και διαδικασίες που καθορίζονται από το (εποπτικό) συμβούλιο. Οι υπηρεσίες ελέγχου πρέπει να υποβάλλουν έκθεση προς το (εποπτικό) συμβούλιο σχετικά με το αποτέλεσμα αυτού του ελέγχου . 6.6. Τα μέλη του προσωπικού που εμπλέκονται στις διαδικασίες ελέγχου πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες που επιβλέπουν, να έχουν την κατάλληλη εξουσία και να αμείβονται σύμφωνα με την επίτευξη των στόχων που συνδέονται προς τις λειτουργίες που επιτελούν, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν. Ειδικότερα, όσον αφορά τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η αναλογιστική λειτουργία και ο υπεύθυνος αναλογιστής πρέπει να αμείβονται με τρόπο ανάλογο του ρόλου της/του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και όχι σε σχέση με τις επιδόσεις της σχετικής επιχείρησης. 6.7. Τα μέλη του προσωπικού στα οποία εφαρμόζεται η πολιτική αποδοχών πρέπει να έχουν πρόσβαση στις γενικές αρχές της. Τα εν λόγω μέλη του προσωπικού πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων για τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των αποδοχών τους και για τη διαδικασία αξιολόγησης. Η διαδικασία αξιολόγησης και η πολιτική αποδοχών πρέπει να είναι κατάλληλα τεκμηριωμένες και διαφανείς για κάθε ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού. ΤΜΗΜΑ III ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ 7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων, οι σχετικές πληροφορίες για την πολιτική αποδοχών που αναφέρονται στο τμήμα 2 και τυχόν ενημερώσεις στην περίπτωση αλλαγών πολιτικής πρέπει να δημοσιοποιούνται με σαφή και εύκολα κατανοητό τρόπο από την χρηματοπιστωτική επιχείρηση στα ενδιαφερόμενα μέρη. Μία τέτοια δημοσιοποίηση μπορεί να έχει τη μορφή ανεξάρτητης δήλωσης πολιτικής αποδοχών, περιοδικής δημοσιοποίησης στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή οποιαδήποτε άλλη μορφή. 8. Θα πρέπει να δημοσιοποιούνται οι παρακάτω πληροφορίες: α) πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τα καθήκοντα της επιτροπής αποδοχών, το όνομα του εξωτερικού συμβούλου, του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν στη χάραξη της πολιτικής αποδοχών, και το ρόλο των ενδιαφερόμενων μερών· β) πληροφορίες για τη σύνδεση μεταξύ αμοιβής και επιδόσεων· γ) πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση των επιδόσεων και την προσαρμογή κινδύνου· δ) πληροφορίες για τα κριτήρια επιδόσεων στα οποία βασίζονται τα δικαιώματα επί μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης ή μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών· ε) οι κύριες παράμετροι και το σκεπτικό τυχόν συστήματος ετήσιων πρόσθετων αποδοχών και άλλων μη χρηματικών οφελών. 9. Κατά τον καθορισμό του επιπέδου των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, καθώς επίσης και το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων των ενδιαφερόμενων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. ΤΜΗΜΑ IV ΕΠΟΠΤΕΙΑ 10. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, τη φύση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των αρχών που περιέχονται στα τμήματα 2 και 3. 11. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές την πολιτική αποδοχών που προβλέπεται από την παρούσα σύσταση, συμπεριλαμβανομένης μίας ένδειξης συμμόρφωσης προς τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα σύσταση, υπό μορφή δήλωσης πολιτικής αποδοχών η οποία προσαρμόζεται καταλλήλως. 12. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να απαιτούν και να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση του βαθμού τήρησης των αρχών που περιέχονται στα τμήματα 2 και 3. ΤΜΗΜΑ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 13. Τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προώθηση της εφαρμογής της παρούσας σύστασης έως την 31η Δεκεμβρίου 2009 και να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν σύμφωνα με την παρούσα σύσταση, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την κατάσταση και, σε αυτή τη βάση, να αξιολογεί ανάλογα την ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων. 14. Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη. iii) Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών εισηγμένων εταιρειών και τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (2010/2009(INI)) (2011/C 351 E/08) Γενικές παρατηρήσεις 1. χαιρετίζει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής και του FSB σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις εισηγμένες εταιρείες γενικά· εκτιμά ωστόσο πως το μέγεθος μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας, και ως εκ τούτου η συμβολή της δικής της δραστηριότητας στον συστημικό κίνδυνο πρέπει να λαμβάνεται αναλογικά υπόψη όταν επιβάλλονται πρόσθετοι ρυθμιστικοί κανόνες στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για θέματα πολιτικής αμοιβών και κεφαλαιακών απαιτήσεων· 2. λαμβάνει γνώση των προτάσεων που η έκθεση περί κεφαλαιακών απαιτήσεων διατυπώνει, για έκδοση οδηγιών με δεσμευτικές αρχές σε ό,τι αφορά τις πολιτικές επί θεμάτων αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα· EL 2.12.2011 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 351 E/57 Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010 Αποτελεσματική διαχείριση των αποδοχών 3. τονίζει ότι οι αρχές εποπτείας πρέπει να αποφασίζουν εάν ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή μια εισηγμένη εταιρεία πρέπει να διαθέτει επιτροπή αποδοχών· τούτο πρέπει να το πράττει κατά τρόπο ο οποίος να αντιστοιχεί στο μέγεθός του, την εσωτερική του οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και το πολυσύνθετο των δραστηριοτήτων του· εκτιμά πως όποτε η αρχή εποπτείας το κρίνει σκόπιμο, η πολιτική σε θέματα αποδοχών πρέπει να καθορίζεται από την επιτροπή αποδοχών, που πρέπει να είναι ανεξάρτητη και υπόλογη σε μετόχους και εποπτικές αρχές και που θα συνεργάζεται στενά με την εσωτερική επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων της εκάστοτε επιχείρησης κατά την αξιολόγηση των κινήτρων που το σύστημα αμοιβών δημιουργεί· 4. τονίζει ότι μία επιτροπή αποδοχών πρέπει να έχει πρόσβαση στο θέμα των συμβάσεων, όπου οι συμβάσεις που υπάγονται στον έλεγχο αυτής της επιτροπής να συντάσσονται κατά τρόπον που να καθιστά δυνατή με μειώσεις καταβολών την τιμωρία πράξεων βαρείας αμέλειας. Βαρειά αμέλεια υπάρχει κυρίως όταν δεν επιδεικνύεται η δέουσα επιμέλεια και σε τέτοιες περιπτώσεις η επιτροπή αποδοχών πρέπει να μεριμνά ώστε η μείωση να μην είναι απλώς συμβολικής φύσης αλλά ότι θα συμβάλει ουσιωδώς στην πληρωμή της προκληθείσας ζημίας. Επί πλέον, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να κληθούν να εφαρμόζουν και ένα σύστημα αρνητικών μορίων (malus), δηλ. επιστροφή αποδοχών συνδεδεμένων με τις επιδόσεις σε περίπτωση διαπίστωσης χαμηλών επιδόσεων· 5. πιστεύει ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου πρέπει να είναι μέλη του διαχειριστικού οργάνου, χωρίς εκτελεστικά καθήκοντα στον εκάστοτε χρηματοπιστωτικό οργανισμό ή στην εισηγμένη εταιρεία. Εκτιμά πως οι διευθυντές και τα μέλη των Δ.Σ. πρέπει να μην έχουν θέση ταυτόχρονα σε Δ.Σ. άλλων εταιρειών εάν υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων· 6. είναι της γνώμης ότι, όποτε κρίνεται σκόπιμο, στους μετόχους πρέπει να δίδεται η δυνατότητα να συνεισφέρουν στη χάραξη βιώσιμων πολιτικών επί θεμάτων αποδοχών και ότι θα μπορούσε συνεπώς να τους δίδεται προς το σκοπό αυτό η ευκαιρία να εκφράζουν τις απόψεις τους για τις πολιτικές επί θεμάτων αποδοχών μέσω μιας μη δεσμευτικής ψηφοφορίας επί των εκθέσεων που αφορούν τις αποδοχές, στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας· 7. τονίζει ότι η αμοιβή μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να συνίσταται μόνο σε μια πάγια αμοιβή και να μην περιλαμβάνει καταβολές σχετιζόμενες με τις επιδόσεις ή τις μετοχές· 8. υπογραμμίζει ότι τα μέλη που εμπλέκονται στην ανάληψη κινδύνου θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τις μονάδες της εταιρείας που ελέγχουν, να διαθέτουν την κατάλληλη αρμοδιότητα και να αμείβονται ανεξάρτητα από τις επιδόσεις αυτών των μονάδων· Αποτελεσματική ευθυγράμμιση των αποδοχών με τη συνετή ανάληψη κινδύνων 9. υπογραμμίζει ότι οι αποδοχές πρέπει να είναι ανάλογες των κάθε είδους κινδύνων, να είναι συμμετρικές προς το αποτέλεσμα του κινδύνου και να επηρεάζονται από τον χρονικό ορίζοντα των υφισταμένων και των πιθανών κινδύνων που έχουν αντίκτυπο στην όλη επίδοση και σταθερότητα της εταιρείας· 10. επισημαίνει ότι κατά τη διαχείριση των εισηγμένων εταιρειών οι διευθυντές τους δεν πρέπει να έχουν ως κίνητρο το προσωπικό τους οικονομικό συμφέρον· θεωρεί ότι το προσωπικό οικονομικό συμφέρον των διευθυντών σε σύνδεση με μια μεταβλητή αμοιβή σε πολλές περιπτώσεις αντιστρατεύεται το μακροπρόθεσμο συμφέρον της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος των υπαλλήλων και των μετόχων της· 11. πιστεύει ότι τα συστήματα αμοιβών πρέπει να είναι αναλογικά προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και το πολυσύνθετο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και να αντικατοπτρίζουν την ποικιλομορφία των διαφορετικών χρηματοπιστωτικών τομέων, όπως είναι οι τομείς των τραπεζών, των ασφαλίσεων και της διαχείρισης κεφαλαίων· 12. τονίζει πως οι επιχειρησιακές διευθετήσεις διαχείρισης κινδύνων σε επίπεδα ανώτερης διοίκησης, αρμοδίων κλάδου ανάληψης κινδύνων και ελεγκτικών καθηκόντων πρέπει να επανεξετασθούν από την αρχή εποπτείας μέσω εκτενών ελέγχων και να υπόκεινται σε τέτοιους ελέγχους· θεωρεί ότι αυτές οι διαδικασίες πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στο προσωπικό του οποίου οι συνολικές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλέπονται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις, το φέρουν στο ίδιο κλιμάκιο αποδοχών με το προσωπικό των ως άνω κατηγοριών· EL C 351 E/58 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.12.2011 13. θεωρεί ότι τα επίπεδα των μεταβλητών αποδοχών πρέπει να βασίζονται σε προκαθορισμένα και μετρήσιμα κριτήρια επιδόσεων, τα οποία πρέπει να προάγουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας· 14. τονίζει ότι οι σχετιζόμενες με την επίδοση αμοιβές πρέπει να συνδέουν το μέγεθος της συνολικής πριμοδότησης με τη συνολική επίδοση και εταιρική βάση της εταιρείας, ενώ η αμοιβή που σχετίζεται με την ατομική επίδοση ενός υπαλλήλου πρέπει να βασίζεται σε συνδυασμένη αποτίμηση της επίδοσης του συγκεκριμένου υπαλλήλου, της επίδοσης της συγκεκριμένης μονάδας της επιχείρησης, και των συνολικών αποτελεσμάτων του χρηματοπιστωτικού οργανισμού· 15. εκτιμά ότι το προσωπικό οικονομικό συμφέρον διοικητικών στελεχών που συνδέεται με τις μεταβλητές αποδοχές έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εταιρείας· τονίζει ότι η πολιτική αποδοχών των διοικητικών στελεχών εταιρειών και άλλων κατηγοριών προσωπικού που φέρουν ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων οι οποίες συνεπάγονται κίνδυνο πρέπει να είναι συμβατή με ένα ισορροπημένο και λειτουργικό σύστημα διαχείρισης κινδύνου, και ότι πρέπει να υπάρχει η δέουσα αναλογία μεταξύ του σταθερού και του μεταβλητού σκέλους των αποδοχών· ζητεί επειγόντως την εισαγωγή από τα Δ.Σ. μέτρων για τη μείωση ή και την ανάκληση των μεταβλητών αποδοχών για κατηγορίες προσωπικού των οποίων η επίδοση είναι υπεύθυνη για την επιδείνωση των αποτελεσμάτων της εταιρείας τους· 16. είναι της γνώμης ότι όχι μόνον ποσοτικά μέτρα αλλά και ποιοτικά κριτήρια επίδοσης και ανθρώπινης κρίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του επιπέδου των μεταβλητών αποδοχών· 17. θεωρεί ότι στα προγράμματα αποδοχών δεν πρέπει να περιλαμβάνονται εγγυημένες πριμοδοτήσεις· 18. είναι της άποψης ότι, όχι μόνο για λόγους δεοντολογίας αλλά και προς το συμφέρον της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής βιωσιμότητας, η διαφορά μεταξύ των υψηλότερων και των χαμηλότερων αποδοχών σε μια εταιρεία πρέπει να είναι λογική· 19. τονίζει ότι οι εταιρείες πρέπει να καθιερώσουν μιαν εσωτερική διαδικασία, που θα έχει εγκριθεί από τον εποπτικό φορέα, και που θα αποσκοπεί στην αντιμετώπιση πιθανών διενέξεων μεταξύ της μονάδας διαχείρισης κινδύνου και των επιχειρησιακών μονάδων· 20. υπογραμμίζει την ανάγκη επέκτασης αυτών των βασικών αρχών στις αποδοχές όλων των υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν υλικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της εταιρείας στην οποία απασχολούνται, περιλαμβανομένων των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, των αρμοδίων του κλάδου ανάληψης κινδύνων, των στελεχών με ελεγκτικά καθήκοντα και των υπαλλήλων των οποίων η συνολική αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλέπονται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις, τους φέρει στο ίδιο κλιμάκιο αποδοχών με τους ανωτέρω· 21. τονίζει ότι η ασφάλιση αστικής ευθύνης διευθυντών και ανωτέρων στελεχών που έχει σχεδιασθεί για την προστασία των διευθυντών, ανωτέρων στελεχών και ανωτέρων διαχειριστών των εταιρειών έναντι αξιώσεων που εγείρονται για επικίνδυνες ή αμελείς αποφάσεις και πράξεις ληφθείσες ή τελεσθείσες στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους δεν είναι συμβατή με μία βιώσιμη διαχείριση κινδύνων σε θέματα αποδοχών· Ισορροπημένη δομή του πακέτου αποδοχών 22. τονίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ σταθερού και μεταβλητού σκέλους των αποδοχών· 23. προτείνει την καταβολή μεταβλητών αποδοχών μόνο εάν κάτι τέτοιο κρίνεται βιώσιμο υπό το πρίσμα της οικονομικής κατάστασης και της κεφαλαιακής βάσης του οργανισμού και εάν αιτιολογείται υπό το πρίσμα των μακροπρόθεσμων επιδόσεων της εταιρείας· θεωρεί ότι για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς η αρμόδια αρχή εποπτείας πρέπει να έχει το δικαίωμα να περιορίζει το συνολικό ποσό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών, με σκοπό την ενίσχυση του μετοχικού κεφαλαίου· 24. τονίζει πως ένα σημαντικό ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών θα πρέπει να αναστέλλεται για επαρκές χρονικό διάστημα· το ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου και η χρονική διάρκεια της αναστολής θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με τον κύκλο και τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου μέλους του προσωπικού· το υπό αναστολή τμήμα των αποδοχών πρέπει να γίνει ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα με ταχύτητα εκτέλεσης τουλάχιστον ίση προς εκείνη του άμεσα καταβλητέου σε ποσοστιαία βάση· το 40 % τουλάχιστον του μεταβλητού σκέλους των αποδοχών πρέπει να αναστέλλεται· σε περίπτωση μεταβλητού σκέλους ιδιαίτερα μεγάλου ύψους, αναστέλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 60 % του ποσού και η περίοδος αναστολής δεν πρέπει να είναι μικρότερη των πέντε ετών·EL 2.12.2011 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 351 E/59 25. πιστεύει ότι σημαντικό ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών δεν πρέπει να καταβάλλεται υπό μορφή μετρητών αλλά υπό μορφή χρέους μειωμένης εξασφάλισης, κεφαλαίου εκτάκτου ανάγκης, μετοχών ή διαπραγματεύσιμων εγγράφων συνδεόμενων με μετοχές, εφόσον τα έγγραφα αυτά δημιουργούν κίνητρα συνδεόμενα με τη μακροπρόθεσμη δημιουργία αξίας και με τους χρονικούς ορίζοντες του κινδύνου· 26. θεωρεί ότι οι πολιτικές αποδοχών πρέπει να εφαρμόζονται στη συνολική αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων και μισθών, ώστε να αποφεύγεται το «αρμπιτράζ των μπόνους»· πέραν τούτων πιστεύει ότι οι «συνταξιοδοτικές πριμοδοτήσεις» δεν πρέπει να χορηγούνται υπό μορφή μετρητών, αλλά υπό μορφή χρέους μειωμένης εξασφάλισης, κεφαλαίου εκτάκτου ανάγκης, μετοχών ή διαπραγματεύσιμων εγγράφων συνδεόμενων με μετοχές, ώστε να επιτυγχάνεται η σύνδεση με μακροπρόθεσμα κίνητρα· 27. προτείνει τη θέσπιση μέγιστου ορίου δύο ετών στο σταθερό σκέλος της αποζημίωσης διευθυντικού στελέχους, για τις αποζημιώσεις απολύσεων («χρυσά αλεξίπτωτα») σε περιπτώσεις πρόωρης λήξης της συνεργασίας, καθώς και την απαγόρευση της αποζημίωσης απόλυσης σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικών επιδόσεων ή εθελούσιας αποχώρησης· 28. ζητεί, κατά τον καθορισμό της πολιτικής σε θέματα αποδοχών, να λαμβάνεται υπόψη η ισότητα ανδρών και γυναικών· 29. τονίζει εκ νέου την ανάγκη επιβολής κυρώσεων για κάθε μορφής διάκριση εντός των επιχειρήσεων, ιδίως κατά τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, κατά την εξέλιξη των σταδιοδρομιών και στη διαδικασία πρόσληψης διευθυντικών στελεχών· Αποτελεσματική εποπτεία και συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών 30. πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να δημοσιοποιούν σαφείς, πλήρεις και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές αμοιβών τους και ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για να αξιολογήσουν το βαθμό συμμόρφωσης προς τους ισχύοντες κανόνες· 31. ζητεί από τις δημόσιες επιχειρήσεις να έχουν, όπως και οι άλλες εταιρείες, απόλυτη διαφάνεια στην πολιτική αποδοχών και πριμοδοτήσεων που εφαρμόζουν· 32. ζητεί επίσης να δημοσιοποιούνται οι λεπτομέρειες των ρυθμίσεων κύριας ή επικουρικής συνταξιοδότησης των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων των δημόσιων επιχειρήσεων· 33. καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τις από 30 Απριλίου 2009 συστάσεις της σχετικά με τη διάρθρωση των αποδοχών και την ευθυγράμμιση βάσει του κινδύνου, σύμφωνα με τις αρχές που θέσπισε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ενέκρινε η Ομάδα των 20 τον Σεπτέμβριο του 2009· 34. καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει ισχυρούς δεσμευτικούς κανόνες για την πολιτική αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, βάσει των προτάσεων της έκθεσης για την οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (CRD), και να θεσπίσει μια διαδικασία δημόσιας καταγγελίας των εισηγμένων εταιρειών που δεν τηρούν αυτούς τους κανόνες· 35. καλεί τις εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα να εφαρμόσουν τις Βασικές Αρχές Αποδοχών και τη Μεθοδολογία Αξιολόγησης Προτύπων, που πρότεινε η Επιτροπή Τραπεζικού Ελέγχου της Βασιλείας τον Ιανουάριο του 2010· 36. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προαγάγουν μια κοινή διεθνή δομή για τη δημοσιοποίηση του αριθμού των ατόμων που ανήκουν σε μισθολογικές κλίμακες από 1 εκατομμύριο ευρώ και άνω, ώστε να συμπεριληφθούν τα βασικά στοιχεία που αφορούν μισθούς, μπόνους, βραβεία μακρόχρονης προσφοράς και συνταξιοδοτικές εισφορές· 37. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τους ρόλους που διαδραματίζουν τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί λογιστικοί ελεγκτές ως τμήμα της εξασφάλισης του πλήρους φάσματος αποτελεσματικής εταιρικής διακυβέρνησης· 38. καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει την ενίσχυση των ρόλων που διαδραματίζουν οι μη εκτελεστικοί διευθυντές, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης ότι οι εταιρείες θα τους παρέχουν συνεχή κατάρτιση και ανεξάρτητα πακέτα αμοιβών που θα αντικατοπτρίζουν τον ανεξάρτητο ρόλο του μη εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και της παροχής εξουσιών στους εποπτικούς φορείς για να διενεργούν συνεντεύξεις «εγκεκριμένων προσώπων»·EL C 351 E/60 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.12.2011 Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010 39. καλεί την Επιτροπή να αποσαφηνίσει στις νομοθετικές της προτάσεις τον ρόλο των εποπτικών αρχών σε ζητήματα πολιτικής αποδοχών· 40. τονίζει ότι οι μεταβλητές αποδοχές δεν πρέπει να καταβάλλονται μέσω φορέων ή μεθόδων που διευκολύνουν την μη πληρωμή φόρων εισοδήματος επί των αποδοχών αυτών· 41. ζητεί να εξασφαλιστεί ότι όταν οι αμοιβές υπόκεινται σε κανονιστικές διατάξεις τούτο δεν θα γίνεται εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζουν οι Συνθήκες, και ειδικότερα του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις σύμφωνα με τις νομοθεσίες και πρακτικές του κράτους μέλους τους· 42. ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διαχείριση κρίσεων, για την αποτροπή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες που λαμβάνονται από διεθνείς φορείς, όπως είναι η ομάδα G20 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· 43. καλεί την Επιτροπή να παροτρύνει τα κράτη μέλη να επισημαίνουν στις εισηγμένες εταιρείες και στις εταιρείες παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών την κοινωνική τους ευθύνη, την αμαυρωμένη δημόσια εικόνα τους και την ανάγκη να δώσουν ένα καλό παράδειγμα σε μια ευημερούσα διεθνή κοινωνία· 44. θεωρεί ότι η συνέχιση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή η διατήρηση θυγατρικών εταιρειών στο έδαφος μη συνεργάσιμων χωρών αντιβαίνει στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εταιρειών εν γένει και ζητεί να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων, προκειμένου να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της G-20 στο Λονδίνο και το Πίτσμπουργκ· 45. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ και των κρατών μελών.
|