Εθνική νομοθεσία
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις[1]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Εθνική νομοθεσία
Α. Νόμοι
i. Νόμος 3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 166/5.8.2008)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΒΑΣΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΡΙΤΑ ΜΕΡΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ' ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ' ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ii. Βασικά αδικήματα άρθρου 3 περ. ιζ' του ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
iii. Εγκληματικές Δραστηριότητες – Βασικά Αδικήματα που εμπίπτουν στη γενική ρήτρα της περίπτωσης κ' του άρθρου 3 του ν. 3691/2008 και πλήττουν τα έννομα αγαθά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας
Β. Συναφείς Κανονιστικές Πράξεις i. Απόφαση 1/506/8.4.2009 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», όπως τροποποιήθηκε από τις Αποφάσεις 35/586/26.5.2011 και 18/620/28.6.2012 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
ii. Εγκύκλιος 41/8.4.2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Ενδεικτική τυπολογία ύποπτων συναλλαγών/δραστηριοτήτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»
iii. Εγκύκλιος 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)»
iv. Εγκύκλιος 52/22.5.2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Διευκρινίσεις σχετικά με τις πληροφορίες της Ετήσιας Έκθεσης του άρθρου 10 παρ. 2 της Απόφασης 1/506/2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»
--------------------------------------------------------- ii. Βασικά αδικήματα άρθρου 3 περ. ιζ' του ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
Άρθρο 29 του ν. 3340/2005 «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς» (ΦΕΚ Α' 112) 1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, χρησιμοποιεί εν γνώσει του προνομιακές πληροφορίες για να αποκτήσει ή να διαθέσει, ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ.
Άρθρο 30 του ν. 3340/2005 «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς» 1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος: (α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή (β) διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ.
iii. Εγκληματικές Δραστηριότητες – Βασικά Αδικήματα που εμπίπτουν στη γενική ρήτρα της περίπτωσης κ' του άρθρου 3 του ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
Αδικήματα που εμπίπτουν στην γενική ρήτρα της περίπτωσης κ' του άρθρου 3 του ν. 3691/2008, καθόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της ελάχιστης προβλεπόμενης ποινής, όσο και της ύπαρξης περιουσιακού οφέλους στα στοιχεία της ειδικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών ενυπάρχει το περιουσιακό όφελος.
1) Άρθρο 8 του ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 195) Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων 1. Με εξαίρεση τις ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους, η καθ` οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ και στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις ΑΕΕΔ και στις ΑΕΔΑΚ, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους. 2. Όποιος με πρόθεση παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
2) Άρθρο 22 του ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» ΦΕΚ Α' 195) Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ[1] 1.Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ επιφέρει υποχρεωτικά τη λύση της εταιρίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί άμεσα την απόφαση της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ και το διορισμό Επόπτη της εκκαθάρισης στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Περίληψη αυτής της απόφασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920. Μετά τη λύση της εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού[2]. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση. Για το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται και οι ατομικές διώξεις και κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά της ΑΕΠΕΥ. 2. Με απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει τον Επόπτη της εκκαθάρισης, ο οποίος, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να προσλάβει ως σύμβουλο του φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέματα λειτουργίας των ΑΕΠΕΥ. Με την ίδια απόφαση, ορίζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η αμοιβή του Επόπτη και του συμβούλου του, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και δύνανται επίσης να ρυθμίζονται θέματα της διαδικασίας εκκαθάρισης εν γένει. Εάν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση εταιρία στερείται των αναγκαίων πόρων για την πορεία των εργασιών της εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ Α΄ 228), ύστερα από σχετική αιτιολογημένη αίτηση του Επόπτη, καλύπτει τις δαπάνες της αμοιβής του Επόπτη και του εκκαθαριστή, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της εκκαθάρισης για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων του Επόπτη. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να παραταθεί με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης που συμφωνείται μεταξύ Συνεγγυητικού και Επόπτη. Ο διορισμός του επόπτη εκκαθάρισης συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου[3]. 3. Ο Επόπτης υποβάλλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, αίτηση διορισμού εκκαθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Μετά το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης παρακολουθεί τις εργασίες της εκκαθάρισης, γνωμοδοτεί, εφόσον το ζητήσει ο εκκαθαριστής σε θέματα της εκκαθάρισης, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης. Τυχόν ακυρότητα του διορισμού του Επόπτη δεν θίγει το κύρος των πράξεων από του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. 4. Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίθετες διατάξεις των καταστατικών δεν ισχύουν. Εκκαθαριστής διορίζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέματα ΑΕΠΕΥ από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ` έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το δικαστήριο δικάζει την αίτηση μέσα σε πέντε (5) ημέρες και εκδίδει την απόφαση του το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την εκδίκαση της αίτησης. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή η οποία βαρύνει την εταιρία. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν επιτρέπεται. 4α. Μετά το διορισμό του ο Επόπτης της εκκαθάρισης ζητάει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση με αίτηση του προς τον ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της εταιρίας τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της εταιρίας, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων αυτής. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο Επόπτης της εκκαθάρισης οφείλει να ζητήσει από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση και την απογραφή της εταιρίας. Μετά την απογραφή τους τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της εταιρίας, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον επόπτη εκκαθάρισης. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826-841 Κ.Πολ.Δ[4]. 5. Αμέσως μετά το διορισμό του, ο Επόπτης προβαίνει σε απογραφή και αποχωρίζει από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας τα περιουσιακά στοιχεία, χρήματα και τίτλους της εταιρίας, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, χρήματα και τίτλους τρίτων, τα οποία συνδέονται με την παροχή από την εταιρία των επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4 του νόμου αυτού και βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας ή έχουν παραδοθεί από αυτές στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών ή Τράπεζες προς φύλαξη τους. Ο Επόπτης καλεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από το διορισμό του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες από τις οποίες τρεις τουλάχιστον είναι οικονομικές, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η παραπάνω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της εταιρίας. 6. Ειδικά για τις απαιτήσεις που αφορούν την αυτούσια παράδοση χρημάτων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτήν επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4, ο εκκαθαριστής επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών. 7. Μέσα σε χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παραπάνω παράγραφο, ο εκκαθαριστής προβαίνει στην αυτούσια παράδοση των χρηματικών ποσών και των χρηματοπιστωτικών μέσων τρίτων που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτές επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4. Ειδικότερα, ο εκκαθαριστής ικανοποιεί συμμέτρως τους δικαιούχους ανωνύμων τίτλων και χρηματικών ποσών, στην περίπτωση που οι υφιστάμενοι ανώνυμοι τίτλοι και τα χρηματικά ποσά που κατέχει η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών της δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των δικαιούχων ανωνύμων τίτλων ή χρηματικών ποσών αντίστοιχα. 8. Σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης περιουσιακών στοιχείων πελατών ΑΕΠΕΥ, κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 5 έως και 7 του άρθρου αυτού, ο Επόπτης ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ Α' 179), για τις υποβληθείσες απαιτήσεις ως προς επενδυτικές υπηρεσίες, που δεν ικανοποιήθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον Επόπτη κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της εταιρίας, για ποιες από αυτές υπάρχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό, χωρίς να υποχρεούται στην τήρηση οποιασδήποτε πρόσθετης διαδικασίας ή γνωστοποίησης, καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί τον Επόπτη για τις σχετικές καταβολές. Ο εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων κατά της εταιρίας. 9. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, με τη διαδικασία αυτούσιας παράδοσης ή με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, ολοκληρώνεται η ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού. Η περάτωση της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού κηρύσσεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρίας που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του Επόπτη ή κάθε άλλου που έχει έννομο συμφέρον. Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διατάσσει τον Επόπτη και τον εκκαθαριστή να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας προκειμένου να αποφασισθεί η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της εταιρίας και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, και ορίζει ως χρόνο περάτωσης της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και λήξης της θητείας Επόπτη και εκκαθαριστή το χρόνο κατά τον οποίο αναλαμβάνουν καθήκοντα οι κατά τα ανωτέρω εκλεγόμενοι εκκαθαριστές. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η κατά τα ανωτέρω εκλογή νέων εκκαθαριστών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Δικαστήριο από τον Επόπτη. Στην περίπτωση αυτή, η ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού περατώνεται και η θητεία του Επόπτη και του εκκαθαριστή λήγει από την ανάληψη των καθηκόντων των κατά τα ανωτέρω διορισθέντων από το Δικαστήριο εκκαθαριστών. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και η λήξη της θητείας του Επόπτη και του εκκαθαριστή γνωστοποιούνται με επιμέλεια του Επόπτη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία παύει να ενημερώνεται περαιτέρω για την πορεία της εκκαθάρισης της εταιρίας. Ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής υποβάλλουν προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απολογισμό για την εκκαθάριση του άρθρου αυτού. Κατά τα λοιπά η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4 του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της αυτούσιας παράδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της εταιρίας, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, από τους εκκαθαριστές. 10. Εάν η εταιρία, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ Α' 216), ο Επόπτης ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί αντί για την εφαρμογή της παραγράφου 9 να ζητήσει από το Δικαστήριο να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της εταιρίας από τα μητρώα των ανωνύμων εταιριών. Η απόφαση του Δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του Επόπτη. 11. Λύση του νομικού προσώπου ΑΕΠΕΥ, που επέρχεται για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από πτώχευση και τους λόγους της παραγράφου 1, γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί με απόφαση της, που εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες, να θέσει την επιχείρηση σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων της ΑΕΠΕΥ κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασης της ή τη λήξη της ως άνω προθεσμίας. 12. Ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. 15. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου: α) Παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και την απογραφή της εταιρίας, καθώς και την παράδοση αυτής και των περιουσιακών της στοιχείων στον Επόπτη της εκκαθάρισης. β) Εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της εταιρίας ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων αυτής, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της. γ) Εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς άδεια, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις. δ) Παριστά ψευδώς ότι η εταιρία είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της εταιρίας[5]. --------------------------------------------- Β. Συναφείς Κανονιστικές Πράξεις
i. Απόφαση 1/506/8.4.2009 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με θέμα: Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας[1]
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Έχοντας υπόψη:
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής
1. Η απόφαση αυτή αφορά τις ακόλουθες εταιρίες (εφεξής οι «Εταιρίες»):
(α) τις ανώνυμες εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
(β) τις ανώνυμες εταιρίες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
(γ) τις ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
(δ) τις ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
(ε) τις ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, και
(στ) τις ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών.
2. Η απόφαση αυτή αφορά επίσης τα διευθυντικά στελέχη, τους υπαλλήλους και γενικά όλα τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες για λογαριασμό των Εταιριών.
Άρθρο 2
Μέτρα Συνήθους Δέουσας Επιμέλειας
[Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 της απόφασης 1/506/8.4.2009, οι Εταιρίες μπορούν να συμπεριλάβουν στις πηγές τους για την άντληση πληροφοριών τους δικτυακούς τόπους:
http://www.un.org/sc/committees/1267/consolidatedlist.htm#alqaedaind http://www.un.org/Docs/sc/unsc resolutions08.htm http://eur-lex.europa.eu/JOYear.do?year=2007 http://europa.eu.int/comm/external_relations/cfsp/sanctions/list/consol-list.htm
(α) το είδος του πελάτη,
(β) τον σκοπό και τον σχεδιαζόταν χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης µε τον πελάτη,
(γ) τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες,
(δ) τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η παροχή των υπηρεσιών ή της συγκεκριμένης συναλλαγής και
(ε) την προέλευση των κεφαλαίων.
[Στην κατηγορία υψηλού κινδύνου εντάσσονται υποχρεωτικά και οι επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο φοροδιαφυγής. Οι Εταιρίες επιδεικνύουν αυξημένη δέουσα επιμέλεια, εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις συναλλαγές και εφαρμόζουν επιπρόσθετες διαδικασίες συνεχούς παρακολούθησης επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία, σύμφωνα με ειδικά κριτήρια που προσδιορίζονται από τις Εταιρίες, ενέχουν αυξημένο κίνδυνο διάπραξης φοροδιαφυγής ή νομιμοποίησης του προκύπτοντος από το αδίκημα αυτό οφέλους. Για τον προσδιορισμό του κινδύνου φοροδιαφυγής των πελατών τους, οι Εταιρίες λαμβάνουν υπόψη τους τα εξής στοιχεία:
[Οι πηγές και το μέγεθος των εισοδημάτων πελάτη φυσικού προσώπου, επαληθεύονται βάσει του εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος, του δε πελάτη νομικού προσώπου, επαληθεύονται βάσει της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, πλην των περιπτώσεων των μη υπόχρεων σε υποβολή φορολογικής δήλωσης όπου επαληθεύονται βάσει άλλων εγγράφων από αξιόπιστες πηγές, που θα κρίνονται κατά περίπτωση][5].
Άρθρο 3
Χρόνος εφαρμογής Μέτρων Δέουσας Επιμέλειας ως προς τους υπάρχοντες πελάτες
Οι Εταιρίες εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας και ως προς τους υπάρχοντες πελάτες σε περιοδική βάση ανάλογα µε τον βαθμό κινδύνου κάθε πελάτη καθώς και σε έκτακτη βάση την κατάλληλη χρονική στιγμή. Ενδεικτικά παραδείγματα κατάλληλης χρονικής στιγμής είναι:
(α) όταν ο πελάτης κάνει µία σημαντική για τα δεδομένα του συναλλαγή,
(β) όταν επέλθει µία ουσιαστική αλλαγή στα στοιχεία του πελάτη,
(γ) όταν αλλάξει ο τρόπος που κινείται ο λογαριασμός του πελάτη και
(δ) όταν η Εταιρία αντιληφθεί ότι λείπουν αρκετές πληροφορίες για έναν υφιστάμενο πελάτη.
Άρθρο 4
Απλουστευμένη Δέουσα Επιμέλεια ως προς τον πελάτη
Για τις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 17 του ν. 3691/2008 οι Εταιρίες συγκεντρώνουν τουλάχιστον τα στοιχεία ταυτότητας των νομίμων εκπροσώπων και όλων των ατόμων που είναι εξουσιοδοτημένα να χειρίζονται το λογαριασμό του πελάτη καθώς και τα πρακτικά των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του πελάτη για την εκπροσώπησή του και τον χειρισμό του λογαριασμού του. Άρθρο 5
Νομικά Πρόσωπα
(α) διαπιστώνουν την πραγματική ταυτότητα και την οικονομική κατάσταση των πραγματικών δικαιούχων της εταιρίας πριν το άνοιγμα του λογαριασμού, με τη βοήθεια αξιόπιστων και ανεξάρτητων πηγών, και
(β) αν υπάρξει αλλαγή στους πραγματικούς δικαιούχους εξετάζουν τη συνέχιση της επιχειρηματικής σχέσης.
(α) βεβαιώνονται για τη νομιμότητα των καταστατικών σκοπών του πελάτη, και
(β) διασφαλίζουν ότι η επιχειρηματική σχέση ή οι συναλλαγές εμπίπτουν στους καταστατικούς σκοπούς του πελάτη.
Άρθρο 6
Εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη
Οι Εταιρίες διαπιστώνουν εγγράφως µε αιτιολογημένη έκθεση του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 23 του νόμου 3691/2008, εφόσον βασίζονται σε τρίτα μέρη για την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου.
Άρθρο 7
Ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες
Άρθρο 8
Υπεύθυνος Συμμόρφωσης
(α) Παραλαμβάνει από υπαλλήλους της Εταιρίας αναφορές µε πληροφορίες για ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές καθώς και για κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση οι υπάλληλοι και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Οι αναφορές των υπαλλήλων πρέπει να είναι αιτιολογημένες και καταχωρούνται σε ειδικό αρχείο και φέρουν ημερομηνία και την υπογραφή του υπαλλήλου.
(β) Αξιολογεί και εξετάζει τις πληροφορίες µε αναφορά σε άλλες διαθέσιμες πηγές. Η αξιολόγηση των πληροφοριών που περιέχονται στις αναφορές που υποβάλλονται στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης πρέπει να γίνεται σε ιδιαίτερο έντυπο, το οποίο πρέπει επίσης να αρχειοθετείται στο σχετικό φάκελο των αναφορών. Εάν από την αξιολόγηση προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τότε πρέπει να ετοιμάσει αναφορά η οποία πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας το συντομότερο δυνατό. Εάν ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης αποφασίσει να µην προβεί σε αναφορά στην εν λόγω Επιτροπή, τότε πρέπει να αιτιολογήσει, στο σχετικό φάκελο, πλήρως τους λόγους για αυτήν την απόφαση.
(γ) Ενεργεί ως το πρώτο σημείο επαφής µε την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας τόσο κατά την έναρξη όσο και καθ' όλη τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης που εξετάζεται μετά την υποβολή της γραπτής αναφοράς, ανταποκρίνεται σε όλα τα ερωτήματα και τις ζητούμενες διευκρινίσεις της εν λόγω Επιτροπής και αποφασίζει κατά πόσον τα ερωτήματα ή οι διευκρινίσεις σχετίζονται άμεσα µε την αναφορά που έχει υποβάλει, οπότε και παρέχει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες και συνεργάζεται πλήρως με την εν λόγω Επιτροπή.
(δ) Αξιολογεί σε ετήσια βάση τους κινδύνους που προέρχονται από υφιστάμενους και νέους πελάτες, υφιστάμενα και νέα προϊόντα ή υπηρεσίες και προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας την λήψη συγκεκριμένων μέτρων µε προσθήκες και αλλαγές στα συστήματα και τις διαδικασίες που εφαρμόζει η Εταιρία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων.
(ε) Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικού ομίλου, επιβάλλεται ο ορισμός ενός Υπεύθυνου Συμμόρφωσης από τη μεγαλύτερη εταιρία του ομίλου ως υπεύθυνου για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του νόμου και της παρούσας από τις επί μέρους εταιρίες του ομίλου. Προς τούτο, το στέλεχος αυτό συνεργάζεται, συντονίζει και ανταλλάσσει πληροφορίες με τους Υπεύθυνους Συμμόρφωσης των εταιριών του ομίλου, που ορίζονται κατά τα ανωτέρω.
Άρθρο 9
Αξιολόγηση Εσωτερικών Διαδικασιών
Άρθρο 10
Παροχή Πληροφοριών
1. Σε περίπτωση µμεταβολής του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης ή σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών στις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας, οι Εταιρίες υποχρεούνται να γνωστοποιούν εγγράφως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός 10 εργασίμων ημερών από τις μεταβολές αυτές αντίστοιχα τα παρακάτω:
(α) το ονοματεπώνυμο, τη θέση και τα στοιχεία της πράξης διορισμού του αρμόδιου διευθυντικού στελέχους ως Υπεύθυνου Συμμόρφωσης και του αναπληρωτή του και
(β) αντίγραφο των εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και επικοινωνίας που έχουν θεσπίσει εγγράφως για να προλαμβάνουν και εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται µε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
2. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης συντάσσει κάθε χρόνο Ετήσια Έκθεση προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο αξιολογεί την Ετήσια Έκθεση και, αφού την εγκρίνει, την υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός του μηνός Ιουνίου. Η Ετήσια Έκθεση περιλαμβάνει τις πιο κάτω πληροφορίες:
(α) συνοπτικές πληροφορίες για τα σημαντικά μέτρα που λήφθηκαν και διαδικασίες που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους,
(β) τους ελέγχους που διενεργήθηκαν για την αξιολόγηση της επάρκειας των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας, καθώς και το πεδίο αυτών των ελέγχων (διαδικασίες, συναλλαγές, βαθμός κατάρτισης υπαλλήλων κ.λπ.),
(γ) τις τυχόν σημαντικές ελλείψεις και αδυναμίες που έχουν εντοπιστεί, ιδίως στις διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς ύποπτων και ασύνηθων συναλλαγών ή συναλλαγών χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό, στην ποιότητα των αναφορών και στην έγκαιρη διεκπεραίωση τους, καθώς και τις ενέργειες και εισηγήσεις που έχουν γίνει για λήψη διορθωτικών μέτρων,
(δ) τον αριθμό αναφορών ύποπτων και ασύνηθων συναλλαγών που υποβλήθηκαν από υπαλλήλους της Εταιρίας προς τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης, καθώς και τον κατά προσέγγιση χρόνο που μεσολαβεί από την συναλλαγή μέχρι την αποστολή της αναφοράς στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης,
(ε) τον αριθμό αναφορών ύποπτων και ασύνηθων συναλλαγών που υποβλήθηκαν από τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης στην Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τον κατά προσέγγιση χρόνο που μεσολαβεί από τη λήψη της αναφοράς από τους υπαλλήλους της Εταιρίας μέχρι την αποστολή της στην εν λόγω Επιτροπή,
(στ) τον αριθμό πελατών υψηλού κινδύνου µε τους οποίους η Εταιρία διατηρεί επιχειρηματική σχέση, καθώς και αυτών µε τους οποίους την διέκοψε και τις αντίστοιχες χώρες προέλευσής τους,
[Στην αναφορά των πελατών υψηλού κινδύνου που προβλέπεται στην περίπτωση (στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 με τίτλο «Παροχή Πληροφοριών» της απόφασης 1/506/8.4.2009 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο αριθμός των πελατών θα κατανέμεται ανάλογα με τα είδη πελατών υψηλού κινδύνου, όπως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 της απόφασης 1/506/8.4.2009, όπως ισχύει][6].
(ζ) τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που παρακολούθησε ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης και το περιεχόμενο τους, και
(η) πληροφορίες αναφορικά µε την εκπαίδευση και επιμόρφωση που έγινε στο προσωπικό κατά τη διάρκεια του έτους, αναφέροντας τον αριθμό των σεμιναρίων που παρακολουθήθηκαν, τη διάρκεια τους, τον αριθμό και τη θέση των υπαλλήλων που συμμετείχαν.
Άρθρο 11
Κριτήρια Επιμέτρησης Προστίμων
1. Κατά την επιμέτρηση των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα µε το νόμο 3691/2008, συνεκτιμώνται μεταξύ άλλων:
(α) ο κίνδυνος που ενέχει η συγκεκριμένη παράβαση των διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας για την ακεραιότητα της αγοράς και το ευρύτερο επενδυτικό κοινό, (β) το τυχόν επιτευχθέν οικονομικό όφελος, (γ) η αξία των παράνομων συναλλαγών, (δ) ο βαθμός συνεργασίας των εποπτευόμενων Εταιριών µε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου από την τελευταία, (ε) ο βαθμός συνεργασίας των εποπτευόμενων Εταιριών με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (ν. 3932/2011), και (στ) η τυχόν καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων του νόμου 3691/2008.
2. Αντίστροφα, λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που μειώνουν την επικινδυνότητα της παράβασης και, επομένως, το ύψος του προστίμου, όπως ενδεικτικά, η πρόθεση επανόρθωσης της παράβασης ή παράλειψής της στο μέλλον.
Άρθρο 12
Ο Γραμματέας
Τα Μέλη
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
1. Στα στοιχεία που απαιτούνται κατ' ελάχιστον για την πιστοποίηση της ταυτότητας των πελατών (φυσικών και νομικών προσώπων) των Εταιριών και τα απαιτούμενα έγγραφα για την επαλήθευση των εν λόγω στοιχείων είναι ενδεικτικά τα εξής:
2. Σε περίπτωση που ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος ενεργεί για λογαριασμό τρίτου προσώπου, φυσικού ή νομικού, εκτός από την απόδειξη της δικής του ταυτότητας κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, απαιτείται και η πιστοποίηση και επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του τρίτου προσώπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ίδια παράγραφο.
3. Σε περίπτωση που ο πελάτης είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σχήμα ή οντότητα χώρας του εξωτερικού, ως προς την πιστοποίηση της ταυτότητας έχουν ανάλογη εφαρμογή τα οριζόμενα στο Παράρτημα αυτό. Ως έγγραφα επαλήθευσης μπορούν να γίνονται δεκτά οποιαδήποτε νομιμοποιητικά έγγραφα εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας προέλευσης του πελάτη, συμπεριλαμβανομένων βεβαιώσεων ή εγγράφων των αρμοδίων αρχών που τηρούν σχετικά μητρώα και δεδομένα, ή άλλα αποδεικτικά εν γένει έγγραφα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής. Σα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να ζητούν μετάφραση των απαιτούμενων εγγράφων για την κατανόηση του περιεχομένου τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ
Ο κάτωθι υπογράφων, ενεργώντας ως ο νόμιμος εκπρόσωπος, της εταιρίας .......................... .....................................................................................................................................................
δηλώνω µε την παρούσα (σημειώσατε µε Χ) ότι:
Ονοματεπώνυμο: .....................................................................................................................................................
Διεύθυνση: .....................................................................................................................................................
.....................................................................................................................................................
.....................................................................................................................................................
Στοιχεία Ταυτότητος / Διαβατηρίου: ..........................................................................................
Ο κάτωθι υπογράφων αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώνει την Εταιρία αμελλητί για κάθε αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου ή των στοιχείων του.
Ημερομηνία: ...............................................................................................................................
Ονοματεπώνυμο του εκπροσώπου της εταιρίας: ......................................................................
Υπογραφή: .................................................................................................................................. iv. Εγκύκλιος 52/22.5.2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Διευκρινίσεις σχετικά με τις πληροφορίες της Ετήσιας Έκθεσης του άρθρου 10 παρ. 2 της Απόφασης 1/506/2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»
[1] Όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση 35/586/26.5.2011 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
[2] Το ανωτέρω εδάφιο προβλέπεται στο σημείο (ΣΤ) της Εγκυκλίου 41/8.4.2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Ενδεικτική τυπολογία ύποπτων συναλλαγών/δραστηριοτήτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». [3] Το ανωτέρω εδάφιο προβλέπεται στο σημείο (Α.3) της Εγκυκλίου 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)». [4] Το ανωτέρω εδάφιο προβλέπεται στο σημείο (Α.3) της Εγκυκλίου 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)». [5] Το ανωτέρω εδάφιο προβλέπεται στο σημείο (Α.2) της Εγκυκλίου 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)». [6] Το ανωτέρω εδάφιο προβλέπεται στο σημείο (Α.1) της Εγκυκλίου 49/28.11.2012 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εντοπισμός και αναφορά προς την αρμόδια Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, συναλλαγών που δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής και/ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους, και τυπολογία υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών που σχετίζονται με το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής (άρθρο 77 παρ. 1 του νόμου 3842/2010)» [1] Με το άρθρο 105 ν. 4099/2012, (ΦΕΚ Α' 250), ορίζεται ότι: «Οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, που έχουν λάβει άδεια για να παρέχουν μόνον τις υπηρεσίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις δ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, δύνανται, βάσει του παρόντος νόμου, να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ΑΕΔΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω εταιρείες παραιτούνται από την άδεια λειτουργίας που τους έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βάσει του ν. 3606/2007 και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3606/2007».
[2] Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε ως ανωτέρω με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α' 53). [3] Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α' 53). [4] Η παράγραφος 4Α προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α' 53). [5] Η παράγραφος 15 προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 13 ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α' 53). [1] Η παρούσα συλλογή νομοθεσίας είναι επικαιροποιημένη έως και την 30η Ιουνίου 2014.
|