Εθνική νομοθεσία

 

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Ι. Εθνική νομοθεσία
Α. Νόμοι
               i) N. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'  91/30.4.2007). 

 
Β. Συναφείς Κανονιστικές Πράξεις
               i) ΚΥΑ  Κ2 – 11365 «Δημοσιευόμενα Στοιχεία και Πληροφορίες των Εταιρειών που συντάσσουν Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση  Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ)» (ΦΕΚ Β΄ 27/07.01.2009)

 
 1. Τα δημοσιευόμενα, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 135 του κ.ν. 2190/1920, συνοπτικά οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες των ενοποιημένων και μη ενοποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, είναι εκείνα που αποτυπώνονται στο Υπόδειγμα 1 για τις εμπορικές, βιομηχανικές και λοιπές ανώνυμες εταιρείες ή εταιρείες περιωρισμένης ευθύνης, στο Υπόδειγμα 2 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στο Υπόδειγμα 3 για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
 Τα ως άνω στοιχεία και πληροφορίες δημοσιεύονται στις εφημερίδες, αναρτώνται στη διεύθυνση διαδικτύου της Εταιρείας και κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον πρόκειται για εταιρείες με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, ταυτόχρονα με την ανάρτηση στη διεύθυνση διαδικτύου της Εταιρείας των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων.
 2. Οι Εταιρείες μπορούν να παρακκλίνουν από το περιεχόμενο των κατωτέρω υποδειγμάτων 1, 2 και 3 εάν, αποδεδειγμένα, οι υιοθετούμενες αποκλίσεις υποβοηθούν τον αναγνώστη στο να κατανοήσει πληρέστερα τα παρατιθέμενα στοιχεία. Οι επιτρεπόμενες αποκλίσεις δεν περιλαμβάνουν τη μη παράθεση των προδιαγραφόμενων στοιχείων, εκτός αν τα παραλειπόμενα (ή συγχωνευόμενα) στοιχεία είναι επουσιώδη. Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου η παράθεση πρόσθετων στοιχείων είναι αναγκαία για την αποφυγή δημιουργίας εσφαλμένων ή παραπλανητικών εντυπώσεων, η παράλειψη των πρόσθετων αυτών στοιχείων δεν είναι επιτρεπτή.
 3. Στην περίπτωση που συντάσσονται ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, τα οικονομικά στοιχεία παρατίθενται σε τέσσερις διακριτές στήλες: στις δύο πρώτες παρατίθενται τα ενοποιημένα μεγέθη (της τρέχουσας και της προηγούμενης χρήσης) και στις δύο επόμενες τα αντίστοιχα μεγέθη της μητρικής εταιρείας, με σαφή ένδειξη των στηλών που αφορούν τα ενοποιημένα μεγέθη και εκείνων που αφορούν τα μεγέθη της μητρικής εταιρείας.
 4. Τα δημοσιευόμενα στοιχεία πρέπει να παρατίθενται κατά τρόπο που να τα καθιστά ευκρινή και ευανάγνωστα.

 
  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α: Πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες: (Παρατίθενται διακριτά σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση)

 
 α. Σε περίπτωση που ο τύπος της έκθεσης ελέγχου είναι με θέματα έμφασης ή εξαίρεσης, παρατίθενται συνοπτικά τα εν λόγω θέματα, καθώς και η συνολική επίπτωση των εξαιρέσιμων στην καθαρή θέση και τα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας. Σε περίπτωση δε, που ο νόμιμος ελεγκτής εκφέρει αρνητική γνώμη ή αρνείται να εκφέρει γνώμη, παρατίθεται ο λόγος της άρνησης.
 β. Σε περίπτωση μεταβολών όπως, αλλαγή λογιστικών πολιτικών, εκτιμήσεων, διόρθωση λογιστικού λάθους, αναταξινομήσεις κονδυλίων των οικονομικών καταστάσεων, αναφέρεται το είδος των μεταβολών και οι σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων στις οποίες γίνεται λεπτομερής περιγραφή τους και αναφορά των επιπτώσεών τους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις αντίστοιχες διατάξεις των ΔΛΠ/ΔΠΧΠ. Σε περίπτωση που οι παραπάνω μεταβολές επηρεάζουν τις ήδη δημοσιοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, τότε αναφέρονται οι αλλαγές στον κύκλο εργασιών, στα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, καθώς και στην καθαρή θέση των μετόχων (εταίρων) της επιχείρησης, για τη συκγρίσιμη ετήσια οικονομική χρήση.
 γ. ί) Σε περίπτωση εταιρικών γεγονότων όπως ίδρυση, εξαγορά, πώληση, συγχώνευση άλλης εταιρείας ή κλάδου, απόσχιση κλάδου και αναδιάρθρωση παρατίθενται οι βασικές πληροφορίες για το γεγονός, συμπεριλαμβανομένης και της ημερομηνίας πραγματοποίησής του. Επιπλέον, στην περίπτωση που τα εν λόγω γεγονότα επέφεραν μεταβολή συνολικά σε ποσοστό άνω του 25%, στον κύκλο εργασιών, ή / και στα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, ή / και στην καθαρή θέση των μετόχων (εταίρων) της επιχείρησης, αναφέρεται η επίπτωση στα παραπάνω μεγέθη (ποσό και ποσοστό).
 ίί) Σε περίπτωση διακοπής εκμετάλλευσης παρατίθενται οι βασικές πληροφορίες για το γεγονός.
 ίίί) Οι σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων όπου γίνεται αναλυτική περιγραφή των περιπτώσεων γ ί) και γ ίί).
 δ. Σε περίπτωση αλλαγής της χρονικής περιόδου της οικονομικής χρήσης της εταιρείας, αναφέρεται το γεγονός και οι λόγοι της αλλαγής, με επισήμανση στη μη συγκρισιμότητα των οικονομικών στοιχείων της τρέχουσας χρήσης σε σχέση με την προηγούμενη χρήση. Επιπλέον, για λόγους συγκρισιμότητας, παρατίθενται κατ΄ ελάχιστο τα βασικά μεγέθη (κύκλος εργασιών, αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, καθαρή θέση των μετόχων (εταίρων) της επιχείρησης) της τρέχουσας χρήσης με τα αντίστοιχα στοιχεία της συγκρίσιμης προηγούμενης χρονικής περιόδου.
 ε. Σε περίπτωση που οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζουν άλλες εταιρίες, αναφέρονται οι επωνυμίες των εταιρειών αυτών, η χώρα της έδρας τους, το ποσοστό συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και η μέθοδος ενσωμάτωσής τους στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
 στ. Η σημείωση των οικονομικών καταστάσεων στην οποία γίνεται αναφορά των ανέλεγκτων φορολογικά χρήσεων.
 ζ. ί) Οι πάσης φύσεως επίδικες ή υπό διαιτησία διαφορές, οι αποφάσεις δικαστικών ή διαιτητικών οργάνων που έχουν ή ενδέχεται να έχουν σημαντική επίπτωση στην οικονομική κατάσταση ή λειτουργία της εταιρείας και του ομίλου.
 ίί) Το ποσό της σωρευτικής πρόβλεψης που έχει διενεργηθεί, για κάθε μία από τις κάτωθι περιπτώσεις, εφόσον είναι σημαντική:
 - υποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση ζ (ί)
 - ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις
 - λοιπές προβλέψεις.
 η. Ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού στο τέλος της τρέχουσας και της προηγούμενης χρήσης.
 θ. Οι πάσης φύσεως συναλλαγές (εισροές και εκροές) σωρευτικά από την έναρξη της τρέχουσας χρήσης καθώς και τα υπόλοιπα των απαιτήσεων και υποχρεώσεων της εταιρείας και του ομίλου στη λήξη της τρέχουσας χρήσης που έχουν προκύψει από συναλλαγές τους με τα συνδεδεμένα μέρη, όπως αυτά ορίζονται στο ΔΛΠ 24, με διακριτή παράθεση των συνολικών αμοιβών διευθυντικών στελεχών και μελών της διοίκησης, των συναλλαγών τους, καθώς και των απαιτήσεων και υποχρεώσεων τους.
 ι. Σε περίπτωση που στην τρέχουσα χρήση η εταιρεία παύει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αναφέρεται το γεγονός και η αιτία που το προκάλεσε.
 ια. Σε περίπτωση που στην τρέχουσα χρήση καταχωρήθηκαν έσοδα / έξοδα απ΄ ευθείας στην καθαρή θέση, αναφέρονται τα ποσά και η φύση τους.
 ιβ. Ο αριθμός και η αξία κτήσης του συνόλου των μετοχών (μεριδίων) της μητρικής που κατέχονται είτε από την ίδια είτε από θυγατρικές και συγγενείς της επιχείρησεις, στη λήξη της τρέχουσας χρήσης.
 ιγ. Κάθε άλλη ουσιώδης για τους επενδυτές πληροφορία ως προς τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την πορεία των δραστηριοτήτων της μητρικής και του ομίλου, από την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής χρήσης μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων.

 
 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β: Πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες που παρατίθενται στην περίπτωση κατάρτισης και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων:

 
 α. Η σημείωση των οικονομικών καταστάσεων στην οποία γίνεται αναλυτική περιγραφή των παρακάτω:
 1. Η επωνυμία και η χώρα της καταστατικής έδρας για κάθε μια από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες που περιλαβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, καθώς και το ποσοστό με το οποίο η μητρική εταιρεία συμμετέχει, άμεσα ή έμμεσα, στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
 2. Η μέθοδος ενσωμάτωσης που εφαρμόστηκε, για κάθε εταιρεία ή κοινοπραξία που περιλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
 β. Η επωνυμία των εταιρειών ή κοινοπραξιών που:
 1. ενσωματώθηκαν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για πρώτη φορά στην τρέχουσα χρήση, ενώ δεν είχαν ενσωματωθεί στην προηγούμενη χρήση, με σύντομη επεξήγηση του λόγου έναρξης της ενσωμάτωσής τους.
 2. δεν ενσωματώθηκαν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στην τρέχουσα χρήση, ενώ είχαν ενσωματωθεί στην προηγούμενη χρήση, με σύντομη επεξήγηση του λόγου μη ενσωμάτωσή τους.
 3. δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση με παραπομπή στη σημείωση των οικονομικών καταστάσεων, όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά του λόγου μη ενοποίησης.
 γ. Σε περίπτωση μεταβολής της μεθόδου ενσωμάτωσης κάποιας εταιρείας ή κοινοπραξίας από χρήση σε χρήση αναφέρεται η επωνυμία και επεξήγηση του λόγου μεταβολής της μεθόδου.
 δ. Σε περίπτωση έναρξης ή παύσης ενσωμάτωσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, ή μεταβολής της μεθόδου ενσωμάτωσης εταιρειών ή κοινοπραξιών, που επέφεραν μεταβολή συνολικά σε ποσοστό άνω του 25% στον κύκλο εργασιών, ή / και στα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας της εταιρείας ή / και στην καθαρή θέση των μετόχων (εταίρων) της, αναφέρεται η επίπτωση στα παραπάνω μεγέθη (ποσό και ποσοστό).

 
 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ: Επεξηγηματικές σημειώσεις των προαναφερόμενων στοιχείων και πληροφοριών:

 
 (i) Οι ημερομηνίες παρατίθενται ως εξής: ημέρα (αριθμητικά), μήνας (ολογράφως), έτος (αριθμητικά).
 (ii) Η "ημερομηνία έγκρισης" είναι η ημερομηνία έγκρισης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από τα όργανα διοίκησης της Εταιρίας (ΔΣ ή Διαχειριστές). Η ημερομηνία αυτή είναι, εκ των πραγμάτων, μεταγενέστερη της ημερομηνίας λήξης της οικονομικής χρήσης.
 (iii) Ο "τύπος" της έκθεσης ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών λογιστών προσδιορίζεται βάσει των διατάξεων της υπ΄ αριθμ. 483 απόφασης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) (ΦΕΚ 1589/Β΄/22.10.2004).
 Κατά περίπτωση χρησιμοποιούνται οι παρακάτω όροι:
 1) Με σύμφωνη γνώμη
 2) Με σύμφωνη γνώμη - θέματα έμφασης
 3) Γνώμη με εξαιρέσεις
 4) Αρνηση γνώμης
 5) Αρνητική γνώμη
 (iv) Μόνο για τα στοιχεία των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Τα εν λόγω πεδία συμπληρώνονται υποχρεωτικά.
 (v) Σε περίπτωση ενοποιημένων μεγεθών, αφορούν κέρδη ανά μετοχή μετά από φόρους και δικαιώματα μετόχων μειοψηφίας.
 (vi) Συμπεριλαμβάνονται τα δικαιώματα μειοψηφίας.
 (vii) Τα ποσά εκφράζονται σε Ευρώ, χιλιάδες Ευρώ ή εκατομμύρια Ευρώ ή όπως αλλιώς αναφέρεται, με γνώμονα την επάρκεια της πληροφόρησης. Ο επιλεγείς τρόπος παράθεσης ακολουθείται με συνέπεια. Ειδικότερα, τα νομισματικά στοιχεία που αφορούν τα ανά μετοχή κέρδη / (ζημιές) και το προτεινόμενο μέρισμα παρατίθενται σε Ευρώ με τέσσερα δεκαδικά ψηφία.
 (viii) Τα κονδύλια των υποδειγμάτων με μηδενικό υπόλοιπο δύναται να παραλείπονται.
 (ix) Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν διακοπείσες δραστηριότητες, οι στήλες "Διακοπείσες δραστηριότητες" και "Σύνολο" παραλείπονται. Σε περίπτωση διακοπεισών δραστηριοτήτων μόνο κατά την προηγούμενη χρήση, τότε στα υποδείγματα δεν εμφανίζονται οι σχετικές στήλες για την τρέχουσα χρήση.
 5. Οι υφιστάμενες διατάξεις, που καθορίζουν τα έντυπα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις δημοσίευσης, παραμένουν σε ισχύ.
 6. Η παρούσα απόφαση ισχύει για χρήσεις που λήγουν μετά την 30.12.2008.
 Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης καταργείται η υπ΄ αριθ. 6511/172/10.1.2006 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β΄ 237/23.2.2006).
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ii) Aπόφαση 1/434/3.7.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Εξειδίκευση υποχρεώσεων περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης του ν. 3556/2007» (ΦΕΚ Β' 1222/17.7.2007)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

Άρθρο 1:Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση έχει ως σκοπό την προσαρμογή του κανονιστικού πλαισίου προς την Οδηγία 2007/14/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (OJ. L69/27/2007) και εξειδικεύει ορισμένες υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης του ν. 3556/2007 σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και για τους οποίους η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος καταγωγής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Άρθρο 2: Ελάχιστο περιεχόμενο των εξαμηνιαίων μη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

1. Το ελάχιστο περιεχόμενο των συνοπτικών εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων της περίπτωσης (β) της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007, για την περίπτωση που αυτές δεν συντάσσονται σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1606/2002, περιλαμβάνει τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό.

2. Ο συνοπτικός εξαμηνιαίος ισολογισμός και ο συνοπτικός εξαμηνιαίος λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως (εξαμηνιαία κατάσταση αποτελεσμάτων) πρέπει να εμφανίζουν κάθε ένα από τα κεφάλαια (τίτλους) και τα υποσύνολα (μερικά αθροίσματα) που περιλαμβάνονται στις πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του εκδότη. Πρόσθετα κονδύλια περιλαμβάνονται εάν η παράλειψή τους θα έχει ως αποτέλεσμα, οι εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις να παρέχουν μία παραπλανητική εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσεως (περιόδου) του εκδότη.

3. Περιλαμβάνονται οι εξής συγκριτικές πληροφορίες:

(α) ισολογισμός για το τέλος του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος οικονομικού έτους και συγκριτικός ισολογισμός για το τέλος του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους (β) λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως (κατάσταση αποτελεσμάτων περιόδου) για το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους με συγκριτικές πληροφορίες για την  αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου οικονομικού έτους.

4. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις περιλαμβάνουν:

(α) επαρκείς πληροφορίες ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των συνοπτικών εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και

(β) επαρκείς πληροφορίες και επεξηγήσεις ώστε να εξασφαλίζεται η σαφής κατανόηση από το χρήστη τυχόν ουσιωδών αλλαγών σε ποσά και τυχόν εξελίξεων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό και στον λογαριασμό αποτελεσμάτων και αφορούν στην υπό εξέταση εξαμηνιαία περίοδο.

 

Άρθρο 3: Σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ μερών

1. Στις εξαμηνιαίες εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου που αφορούν ατομικούς και ενοποιημένους λογαριασμούς (οικονομικές καταστάσεις), οι εκδότες μετοχών δημοσιοποιούν τις σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων (συνδεόμενα μέρη) όπως αυτά ορίζονται στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 24 και τουλάχιστον:

(α) συναλλαγές μεταξύ του εκδότη και κάθε συνδεδεμένου προσώπου που πραγματοποιήθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους και οι οποίες επηρέασαν ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της επιχείρησης κατά την εν λόγω περίοδο,

(β) τυχόν μεταβολές των συναλλαγών μεταξύ του εκδότη και κάθε συνδεδεμένου προσώπου που περιγράφονται στην τελευταία ετήσια έκθεση οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικές συνέπειες για τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της επιχείρησης κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους.

2. Η αναφορά στις συναλλαγές περιλαμβάνει τουλάχιστον

(α) το ποσό αυτών των συναλλαγών,

(β) το ανεξόφλητο υπόλοιπο τους στο τέλος της περιόδου,

(γ) τη φύση της σχέσεως του συνδεδεμένου προσώπου με τον εκδότη καθώς και

(δ) άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τις συναλλαγές, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατανόηση της οικονομικής θέσης του εκδότη των μετοχών, εφόσον οι συναλλαγές αυτές είναι ουσιώδεις και δεν έχουν πραγματοποιηθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

3. Τα πληροφοριακά στοιχεία για τις μεμονωμένες συναλλαγές κάθε συνδεδεμένου προσώπου με τον εκδότη μπορούν να συναθροίζονται ανάλογα με τη φύση τους, εκτός εάν απαιτούνται χωριστά πληροφοριακά στοιχεία για την κατανόηση των επιπτώσεων των συναλλαγών του συνδεόμενου μέρους στην οικονομική θέση του εκδότη των μετοχών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

 

Άρθρο 4: Ημερολόγιο ημερών διαπραγμάτευσης

1. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 14 και της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3556/2007, εφαρμόζεται το ημερολόγιο ημερών διαπραγμάτευσης όπως αυτό καθορίζεται από κάθε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται ή λειτουργεί στην Ελλάδα.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο τα ημερολόγια ημερών διαπραγμάτευσης της προηγούμενης παραγράφου των οργανωμένων αγορών που βρίσκονται ή λειτουργούν στην Ελλάδα.

 

Άρθρο 5: Υποχρέωση γνωστοποίησης σημαντικών συμμετοχών από πρόσωπα του άρθρου 10 του ν.3556./2007

1. Η υποχρέωση ενημέρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007 αποτελεί ατομική υποχρέωση κάθε προσώπου (μετόχου ή μη) του άρθρου 10 του ν. 3556/2007 όταν το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που δικαιούται να αποκτά, να διαθέτει ή να ασκεί το πρόσωπο αυτό φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 ή σημειώνει μεταβολή ίση προς ή μεγαλύτερη του 3% σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν. 3556/ 2007. Η υποχρέωση ενημέρωσης μπορεί να αφορά ένα μόνο ή και όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην εφαρμοζόμενη κάθε φορά περίπτωση του άρθρου 10 του ν. 3556/2007.

2. Η υποχρέωση ενημέρωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/ 2007, αποτελεί, κατά περίπτωση, υποχρέωση των ακόλουθων προσώπων εφόσον συντρέχει ως προς κάθε πρόσωπο μεταβολή των δικαιωμάτων ψήφου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 4 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007

(α) Στην περίπτωση του στοιχείου (α) του άρθρου 10 του ν. 3556 /2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση για κάθε ένα από τα μέρη της συμφωνίας ως προς το συνολικά διαμορφούμενο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου.

(β) Στην περίπτωση του στοιχείου (β) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση:

(αα) του προσώπου που αποκτά δικαιώματα ψήφου και δικαιούται να τα ασκεί δυνάμει της συμφωνίας καθώς και

(ββ) του προσώπου που μεταβιβάζει προσωρινά έναντι ανταλλάγματος τα δικαιώματα ψήφου που κατέχει.

(γ) Στην περίπτωση του στοιχείου (γ) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση

(αα) του προσώπου στο οποίο έχουν παρασχεθεί μετοχές ως εμπράγματη ασφάλεια, αν το πρόσωπο αυτό ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε αυτές και έχει δηλώσει την πρόθεσή του να τα ασκήσει καθώς και

(ββ) του προσώπου που παρέχει την εμπράγματη ασφάλεια επί των μετοχών με μεταβίβαση των δικαιωμάτων ψήφου.

(δ) Στην περίπτωση του στοιχείου (δ) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση

(αα) του προσώπου που καθίσταται ισόβιος επικαρπωτής των μετοχών εάν δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται στις μετοχές καθώς και

(ββ) του προσώπου που διαθέτει τα δικαιώματα ψήφου.

(ε) Στην περίπτωση του στοιχείου (ε) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, όταν η ελεγχόμενη επιχείρηση έχει ατομικά υποχρέωση ενημέρωσης, αντίστοιχη υποχρέωση έχει και το πρόσωπο που την ελέγχει καθώς και οι ενδιάμεσες ελεγχόμενες από αυτό επιχειρήσεις. Η υποχρέωση του ελέγχοντος προσώπου είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη υποχρέωσης της ελεγχόμενης επιχείρησης.

(στ) Στην περίπτωση του στοιχείου (στ) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση

(αα) του προσώπου στο οποίο έχουν κατατεθεί οι μετοχές, αν το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται στις κατατεθειμένες μετοχές κατά την κρίση του καθώς και

(ββ) του μετόχου που καταθέτει της μετοχές του.

(ζ) Στην περίπτωση του στοιχείου (ζ) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση του προσώπου που ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου.

(η) Στην περίπτωση του στοιχείου (η) του άρθρου 10 του ν. 3556/ 2007, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση

(αα) του πληρεξουσίου, εφόσον μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου κατά την κρίση του ελλείψει ειδικών συγκεκριμένων οδηγιών των μετόχων καθώς και

(ββ) του μετόχου που χορηγεί πληρεξούσιο.

3. Σε περίπτωση που μέτοχος χορηγεί πληρεξούσιο σχετικά με μια γενική συνέλευση μετόχων, μπορεί να προβεί σε μία μόνο ενημέρωση εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007 προθεσμίας από την παράδοση του πληρεξουσίου εφόσον καθιστά σαφές στην ενημέρωση ποιο θα είναι το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που θα κατέχει όταν ο πληρεξούσιος δεν θα δύναται πλέον να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου κατά τη διακριτική του ευχέρεια. Στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος λάβει ένα ή περισσότερα πληρεξούσια σχετικά με μια γενική συνέλευση μετόχων, μπορεί να προβεί σε μία (μόνο) ενιαία ενημέρωση εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007 προθεσμίας από την παραλαβή των πληρεξουσίων, εφόσον αναφέρει σαφώς στην ενημέρωση ποιο θα είναι το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που θα κατέχει όταν δεν θα δύναται πλέον να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου κατά τη διακριτική του ευχέρεια.

4. Όταν περισσότερα πρόσωπα έχουν υποχρέωση ενημέρωσης, η εν λόγω ενημέρωση μπορεί να γίνεται με μια ενιαία ενημέρωση. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να ορίσουν ως εκπρόσωπο είτε ένα από αυτά είτε τρίτο πρόσωπο προκειμένου να προβεί στην ενημέρωση για λογαριασμό τους. Η ενιαία ενημέρωση δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε από τα πρόσωπα στα οποία αφορά, από την ευθύνη του σχετικά με την υποχρέωση ενημέρωσης ή το περιεχόμενο της ενημέρωσης.

 

Άρθρο 6: Περιστάσεις υπό τις οποίες ο υπόχρεος όφειλε να έχει πληροφορηθεί την απόκτηση ή τη διάθεση ή τη δυνατότητα άσκησης δικαιωμάτων ψήφου

Στην περίπτωση του στοιχείου (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007, ο μέτοχος ή το πρόσωπο του άρθρου 10 του ίδιου νόμου θεωρείται ότι έλαβε γνώση της απόκτησης, της διάθεσης ή της δυνατότητας να αποκτήσει, να διαθέσει ή να ασκήσει δικαιώματα ψήφου το αργότερο δύο ημέρες διαπραγμάτευσης μετά τη συναλλαγή.

 

Άρθρο 7: Συνήθης σύντομος κύκλος διακανονισμού

Η μέγιστη διάρκεια του αναφερόμενου στην περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007 συνήθους σύντομου κύκλου διακανονισμού είναι τρεις ημέρες διαπραγμάτευσης μετά τη συναλλαγή είτε αυτή διενεργείται σε οργανωμένη αγορά είτε διενεργείται εκτός οργανωμένης αγοράς.

 

Άρθρο 8:Ειδικοί διαπραγματευτές

1. Προκειμένου ο ειδικός διαπραγματευτής να τύχει της απαλλαγής της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007, γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το αργότερο εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του νόμου αυτού ότι ασκεί ή ότι προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης όσον αφορά έναν συγκεκριμένο εκδότη.

2. Όταν ο ειδικός διαπραγματευτής, ο οποίος έχει προβεί στη γνωστοποίηση της προηγουμένης παραγράφου, παύει να ασκεί δραστηριότητες ειδικού διαπραγματευτή όσον αφορά συγκεκριμένο εκδότη ή πρόκειται να παρέμβει στη διοίκηση του εκδότη αυτού ή να ασκήσει επιρροή στον εκδότη αυτό προκειμένου ο εκδότης να προβεί σε αγορά των μετοχών ή στήριξη της τιμής τους, ενημερώνει εντός του αντικειμενικά απαραιτήτου χρόνου την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει από τον ειδικό διαπραγματευτή που επιθυμεί να τύχει της απαλλαγής της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007:

(α) Να προσκομίσει τη σύμβαση ειδικής διαπραγμάτευσης, την οποία έχει τυχόν συνάψει με τον εκδότη και το χρηματιστήριο.

(β) Να προσδιορίζει τις μετοχές ή τα άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατέχει για τους σκοπούς της ειδικής διαπραγμάτευσης, με οποιοδήποτε ευχερώς επαληθεύσιμο τρόπο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση που είναι δυσχερής η επαλήθευση απαιτεί από τον ειδικό διαπραγματευτή να τηρεί ξεχωριστό λογαριασμό για τους σκοπούς της ειδικής διαπραγμάτευσης.

 

Άρθρο 9:Όροι ανεξαρτησίας για τις εταιρείες διαχείρισης και τις Ε.Π.Ε.Υ.

1. Προκειμένου να τύχει η μητρική επιχείρηση μιας εταιρείας διαχείρισης ή Εταιρείας Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) της απαλλαγής από την άθροιση συμμετοχών που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η μητρική επιχείρηση δεν παρεμβαίνει στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου από την εταιρεία διαχείρισης ή την Ε.Π.Ε.Υ. δίνοντας οδηγίες απευθείας ή εμμέσως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ως οδηγία που δίδεται απευθείας νοείται κάθε οδηγία που δίνει η μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που ελέγχεται από αυτή, η οποία ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ. σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ως οδηγία που δίδεται εμμέσως νοείται κάθε γενική ή ειδική οδηγία, ασχέτως μορφής, που δίνει η μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που ελέγχεται από αυτή, η οποία περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας διαχείρισης ή της Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με την άσκηση δικαιωμάτων ψήφου προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα της  μητρικής επιχείρησης ή άλλης επιχείρησης που ελέγχεται από αυτή.

(β) Η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ. είναι ελεύθερη να ασκεί, ανεξάρτητα από τη μητρική επιχείρηση, τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται.

2. Προκειμένου να κάνει χρήση της απαλλαγής της άθροισης συμμετοχών, η μητρική επιχείρηση εταιρίας διαχείρισης ή Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως προς εκδότη του οποίου τα δικαιώματα ψήφου ενσωματώνονται σε συμμετοχές τις οποίες διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης ή οι Ε.Π.Ε.Υ., τα παρακάτω:

(α) Κατάλογο των εταιρειών διαχείρισης και των Ε.Π.Ε.Υ., αναφέροντας την επωνυμία τους και την αρμόδια αρχή που ασκεί εποπτεία σ' αυτές. Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει αναλυτικά τους σχετικούς εκδότες. Η μητρική επιχείρηση επικαιροποιεί τον κατάλογο σε συνεχή βάση.

(β) Δήλωση ότι, για κάθε μία από τις σχετικές εταιρείες διαχείρισης ή Ε.Π.Ε.Υ., η μητρική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1. Η μητρική επιχείρηση ενημερώνει χωρίς υπαίτια βραδύτητα την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόλις παύει να ισχύει η δήλωση αυτή.

3. Προκειμένου η μητρική επιχείρηση να κάνει χρήση της απαλλαγής της άθροισης συμμετοχών μόνο σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα του άρθρου 11 του ν. 3556/2007, γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόνο τον κατάλογο που αναφέρεται στο στοιχείο (α) της παραγράφου 2.

4. Η μητρική επιχείρηση μίας εταιρείας διαχείρισης ή μίας Ε.Π.Ε.Υ. αποδεικνύει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ότι:

(α) Οι οργανωτικές δομές της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα ψήφου ασκούνται ανεξάρτητα από τη μητρική επιχείρηση. Κατ' ελάχιστον η μητρική επιχείρηση και η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να διαθέτουν γραπτές οδηγίες και διαδικασίες οι οποίες ευλόγως αποβλέπουν στην αποτροπή της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου.

(β) Τα πρόσωπα που αποφασίζουν πώς θα ασκηθούν τα δικαιώματα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα.

(γ) Στην περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι πελάτης της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, ή έχει συμμετοχή στα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ., η σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της Ε.Π.Ε.Υ. ρυθμίζεται αναλυτικά από γραπτή σύμβαση υπό συνήθεις εμπορικούς όρους (arms length).

 

Άρθρο 10:Είδη χρηματοπιστωτικών μέσων του άρθρου 11 του ν. 3556/2007

1. Ως χρηματοπιστωτικά μέσα της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3556/2007, νοούνται οι κινητές αξίες, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παραγώγου μέσου, του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, (α) εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3556/2007 και

(β) εφόσον ο κάτοχος του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την ημερομηνία λήξης του διαθέτει είτε δικαίωμα απόκτησης άνευ όρων των υποκείμενων μετοχών είτε διακριτική ευχέρεια να αποκτήσει τις μετοχές οι οποίες ενσωματώνουν τα δικαιώματα ψήφου.

2. Ως επίσημη συμφωνία νοείται μια συμφωνία που είναι δεσμευτική βάσει της κείμενης νομοθεσίας.

3. Ο κάτοχος των χρηματοπιστωτικών μέσων της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3556/2007, αθροίζει και γνωστοποιεί όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, κατά την έννοια της παραγράφου 1, που έχουν σχέση με τον ίδιο εκδότη των υποκείμενων μετοχών. Εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο συνδέεται με περισσότερες από μία υποκείμενες μετοχές, πραγματοποιεί ξεχωριστή ενημέρωση προς κάθε εκδότη των υποκείμενων μετοχών.

4. Η ενημέρωση που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 3556/2007 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που θα κατέχεται ως αποτέλεσμα της απόκτησης ή διάθεσης, το οποίο υπολογίζεται αναφορικά προς το συνολικό αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου και του κεφαλαίου σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσιοποίηση από τον εκδότη, βάσει της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007,

(β) την αλυσίδα των ελεγχόμενων επιχειρήσεων μέσω των οποίων κατέχονται στην ουσία τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση,

(γ) την ημερομηνία κατά την οποία το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου έφθασε, υπερέβη ή κατήλθε των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 ή σημειώνει μεταβολή ίση προς ή μεγαλύτερη του 3% σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 λόγω της απόκτησης ή διάθεσης του άρθρου 11 του ν. 3556/2007,

(δ) προκειμένου περί χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία ισχύει περίοδος άσκησης, αναφορά της ημερομηνίας ή της χρονικής περιόδου κατά την οποία θα αποκτηθούν, ή μπορεί να αποκτηθούν, μετοχές, εφόσον συντρέχει περίπτωση,

(ε) την ημερομηνία λήξης ή εκπνοής του χρηματοπιστωτικού μέσου,

(στ) την ταυτότητα του κατόχου του χρηματοπιστωτικού μέσου,

(ζ) την επωνυμία του εκδότη των υποκειμένων μετοχών.

5. Η προθεσμία ενημέρωσης είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007. Η ενημέρωση πραγματοποιείται προς τον εκδότη και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

 

Άρθρο 11: Ελάχιστες προϋποθέσεις διάχυσης ρυθμιζόμενων πληροφοριών

1. Για την πραγματοποίηση διάχυσης των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες διαδίδονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι μπορούν να διαδοθούν, με τη μικρότερη δυνατή χρονική διαφορά, στο ευρύτερο δυνατό κοινό, στο κράτος μέλος καταγωγής, ή το κράτος μέλος υποδοχής στην περίπτωση της παραγράφου 6 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 καθώς και στα λοιπά κράτη μέλη.

(β) Το πλήρες κείμενο, χωρίς τροποποιήσεις, των ρυθμιζόμενων πληροφοριών κοινοποιείται στα μέσα ενημέρωσης. Ειδικά προκειμένου για τις εκθέσεις και καταστάσεις των άρθρων 4, 5, 6 και 7 του ν. 3556/2007, η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι πληρούται:

(αα) εάν η ανακοίνωση σχετικά με τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες ανακοινωθεί στα μέσα ενημέρωσης και

(ββ) εάν παρέχεται ένδειξη του δικτυακού τόπου στον οποίο είναι διαθέσιμα τα σχετικά έγγραφα, πέραν του επίσημα καθορισμένου μηχανισμού κεντρικής αποθήκευσης των ρυθμιζόμενων πληροφοριών του άρθρου 21 του ν. 3556/2007.

(γ) Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης με τέτοιο τρόπο ώστε

(αα) να εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κοινοποίησης,

(ββ) να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος αλλοίωσης των δεδομένων και μη επιτρεπόμενης πρόσβασης σε αυτά και

(γγ) να διασφαλίζεται η ταυτότητα της πηγής των ρυθμιζόμενων πληροφοριών.

(δ) Κάθε αστοχία ή διαταραχή κατά την κοινοποίηση τους, πρέπει να αποκαθίσταται το συντομότερο δυνατό ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια της λήψης των ρυθμιζόμενων πληροφοριών.

(ε) Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια:

(αα) ότι πρόκειται για ρυθμιζόμενες πληροφορίες,

(ββ) η ταυτότητα του εκδότη,

(γγ) το αντικείμενο των ρυθμιζόμενων πληροφοριών και

(δδ) η ημερομηνία και ώρα κοινοποίησης των πληροφοριών από τον εκδότη, ή το πρόσωπο που ζήτησε την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς την συγκατάθεση του εκδότη.

2. Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης:

(α) είτε από τον εκδότη, ή το πρόσωπο που ζήτησε την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς την συγκατάθεση του εκδότη

(β) είτε από τρίτο ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό του.

3. Ο εκδότης ή το πρόσωπο το οποίο ζήτησε την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς την συγκατάθεση του εκδότη, δεν είναι υπεύθυνος για συστημικά σφάλματα ή ελλείψεις που παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης στα οποία κοινοποιήθηκαν οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες.

4. Ο εκδότης ή το πρόσωπο το οποίο ζήτησε την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς την συγκατάθεση του εκδότη, πρέπει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με οποιαδήποτε δημοσιοποίηση ρυθμιζόμενων πληροφοριών, να την ενημερώνει εντός του αντικειμενικά απαραιτήτου χρόνου για:

(α) το όνομα του προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης,

(β) τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον έλεγχο για την διασφάλιση (security validation) των στοιχείων της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1, (γ) την ημερομηνία και ώρα κοινοποίησης των πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης,

(δ) τον τρόπο (ηλεκτρονικό ή έγχαρτο) με το οποίο κοινοποιήθηκαν οι πληροφορίες,

(ε) τις λεπτομέρειες για την ενδεχόμενη απόφαση του εκδότη να μην δημοσιοποιήσει (embargo) τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄: ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

 

Άρθρο 12:  Επιλογή κράτους μέλους καταγωγής

Όταν ο εκδότης επιλέγει κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με την περίπτωση (ββ) του σημείου (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, η επιλογή αυτή δημοσιοποιείται με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται για τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες.

 

Άρθρο 13: Ισοδύναμες υποχρεώσεις περιοδικής πληροφόρησης

1. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του στοιχείου (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, η ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει υποχρεωτικά τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) ορθή απεικόνιση της εξέλιξης, των επιδόσεων και της θέσης του εκδότη, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει, έτσι ώστε η απεικόνιση να παρουσιάζει μια ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης, των επιδόσεων και της θέσης του εκδότη, σε συνάρτηση με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της επιχείρησης, καθώς επίσης και, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων ή της θέσης του εκδότη, χρηματοοικονομικούς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων (απόδοσης) που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη επιχείρηση.

(β) ένδειξη τυχόν σημαντικών γεγονότων που συνέβησαν μετά τη λήξη του οικονομικού έτους,

(γ) ενδείξεις ως προς την πιθανή μελλοντική εξέλιξη του εκδότη.

2. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής προβλέπεται υποχρεωτική δημοσίευση εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων και εξαμηνιαίας έκθεσης του διοικητικού συμβουλίου η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) ανασκόπηση της περιόδου που καλύπτει η έκθεση,

(β) ενδείξεις ως προς την πιθανή μελλοντική εξέλιξη του εκδότη για το δεύτερο εξάμηνο του οικονομικού έτους και

(γ) προκειμένου για εκδότες μετοχών, τις σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ του εκδότη και των συνδεδεμένων προσώπων εάν αυτές δεν γνωστοποιούνται ήδη σε διαρκή βάση.

3. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του στοιχείου (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 4 και του στοιχείου (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, ένα ή περισσότερα πρόσωπα είναι υπεύθυνα για τον εκδότη ως προς τις ετήσιες και τις εξαμηνιαίες χρηματοοικονομικές πληροφορίες και, συγκεκριμένα, για τα εξής:

α) τη συμμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων με το σχετικό πλαίσιο πληροφόρησης ή τη σχετική δέσμη λογιστικών προτύπων,

β) την ορθή απεικόνιση της διαχείρισης (ανασκόπησης του διοικητικού συμβουλίου) που περιλαμβάνεται στην έκθεση του διοικητικού συμβουλίου.

4. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 του ν. 3556./2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, οι εκδότες υποχρεούνται να δημοσιεύουν τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις.

5. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, ο εκδότης, σε περίπτωση που δεν απαιτείται η παροχή ατομικών οικονομικών καταστάσεων της μητρικής:

(α) υποχρεούται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, να περιλαμβάνει:

(αα) τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με το κεφάλαιο και τους ίδιους πόρους καθώς και θέματα ρευστότητας, εφόσον συντρέχει περίπτωση και

(ββ) προκειμένου για εκδότες μετοχών, τον υπολογισμό των μερισμάτων και την ικανότητα πληρωμής μερισμάτων

(β) μπορεί να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πρόσθετες ελεγμένες γνωστοποιήσεις οι οποίες παρέχουν πληροφορίες ξεχωριστά για τους ατομικούς λογαριασμούς (ατομικές οικονομικές καταστάσεις) του εκδότη, σχετικά με τα αναφερόμενα στην περίπτωση (α). Οι γνωστοποιήσεις αυτές μπορούν να καταρτίζονται σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα της τρίτης χώρας.

6. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι ορίζει ισοδύναμες απαιτήσεις με εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007 σχετικά με τους ατομικούς λογαριασμούς όταν, σύμφωνα με το δίκαιο μιας τρίτης χώρας, ένας εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην χώρα αυτή δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς (ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις), αλλά υποχρεούται να καταρτίζει ατομικές οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα τα οποία αναγνωρίζεται ότι ισχύουν εντός της Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, ή σύμφωνα με τα εθνικά λογιστικά πρότυπα τρίτης χώρας που ισοδυναμούν με τα προαναφερθέντα πρότυπα. Για τους σκοπούς της ισοδυναμίας, εάν αυτές οι οικονομικές πληροφορίες δεν είναι σύμφωνες με τα προαναφερόμενα πρότυπα, πρέπει να παρουσιάζονται

με τη μορφή αναπροσαρμοσμένων οικονομικών καταστάσεων. Οι ατομικοί λογαριασμοί πρέπει να ελέγχονται ανεξάρτητα.

 

Άρθρο 14: Ισοδύναμες απαιτήσεις αναφορικά με τις υποχρεώσεις διαρκούς πληροφόρησης

1. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, η προθεσμία εντός της οποίας οι σημαντικές συμμετοχές πρέπει να γνωστοποιούνται στον εκδότη που έχει την καταστατική του έδρα στην τρίτη χώρα και εντός της οποίας ο εκδότης πρέπει να γνωστοποιήσει στο κοινό αυτές τις σημαντικές συμμετοχές είναι συνολικά

ίση ή μικρότερη από πέντε ημέρες διαπραγμάτευσης. Οι προθεσμίες σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας για την ενημέρωση του εκδότη και για την επακόλουθη δημοσιοποίηση από τον εκδότη στο κοινό μπορούν να είναι διαφορετικές από τις οριζόμενες στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 14 του ν. 3556/2007.

2. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 15 του ν. 3356/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην τρίτη χώρα υποχρεούται να πληροί τους ακόλουθους όρους:

(α) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει κατ' ανώτατο όριο 5% των δικών του μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης υποχρεούται να ενημερώνει κάθε φορά που το ποσοστό των δικών του μετοχών φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται του ορίου αυτού,

(β) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει κατ' ανώτατο όριο από 5% έως 10% των δικών του μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης υποχρεούται να ενημερώνει κάθε φορά που το ποσοστό των δικών του μετοχών φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται του ορίου του 5% ή του ανώτατου αυτού ορίου,

(γ) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει άνω του 10% των δικών του μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης πρέπει να ενημερώνει κάθε φορά που το ποσοστό των δικών του μετοχών φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται του ορίου του 5% ή του ορίου του 10%.

3. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην τρίτη χώρα υποχρεούται να γνωστοποιεί στο κοινό το συνολικό αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου και το ύψος του κεφαλαίου του εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αύξηση ή τη μείωση του εν λόγω συνολικού αριθμού.

4. Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει προϋποθέσεις ανεξαρτησίας ισοδύναμες με τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007 εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, οι εταιρείες διαχείρισης ή οι Ε.Π.Ε.Υ. που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007 πληρούν υποχρεωτικά τις εξής προϋποθέσεις:

(α) η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει σε κάθε περίπτωση να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία διαχειρίζεται ανεξάρτητα από τη μητρική της επιχείρηση και

(β) η εταιρεία διαχείρισης ή η Ε.Π.Ε.Υ. δεν λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα της μητρικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε επιχείρησης που ελέγχεται από την μητρική επιχείρηση εάν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων και

(γ) η μητρική επιχείρηση,

(αα) πληροί τις απαιτήσεις γνωστοποίησης που ορίζονται στο στοιχείο (α) της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 της απόφασης αυτής,

(ββ) υποβάλλει δήλωση προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την οποία, για κάθε σχετική εταιρεία διαχείρισης ή Ε.Π.Ε.Υ., η μητρική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παρούσας παραγράφου,

(γγ) αποδεικνύει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, έπειτα από σχετικό αίτημά της, ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 9 της απόφασης αυτής.

 

Άρθρο 15: Ισοδύναμες απαιτήσεις αναφορικά με την ενημέρωση κατόχων κινητών αξιών

Τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 και του στοιχείου (α) των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 17 του ν. 3556/2007 όσον αφορά το περιεχόμενο των πληροφοριών για τις συνεδριάσεις εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην χώρα αυτή υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες τουλάχιστον για τον τόπο, την ώρα και την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων.

 

Άρθρο 16: Τελικές διατάξεις

1. Από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού ή του προϋπολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

2. Η παρούσα να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β).

3. Με την εξαίρεση του επομένου εδαφίου η απόφαση αυτή ισχύει από τη λήψη της. Η υποχρέωση συμπερίληψης των συγκριτικών πληροφοριών του στοιχείου (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 2 αρχίζει να ισχύει δύο χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.

4. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της παρούσας οι οποίες εξειδικεύουν υποχρεώσεις του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 13 της παρούσας οι οποίες παραπέμπουν στις διατάξεις των άρθρων 4-6 του ν. 3556/2007 εφαρμόζονται στις ετήσιες και

περιοδικές οικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις που αφορούν σε οικονομικές χρήσεις που αρχίζουν την ή μετά την 20η Ιανουαρίου 2007.


 

 
               iii) Απόφαση ΔΣ ΕΚ  7/448/11.10.2007 «Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία της ετήσιας και εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης και της ετήσιας και εξαμηνιαίας έκθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου» (ΦΕΚ Β 2092 29.11.2007)

 

 

Άρθρο 1: Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία  ετήσιας οικονομικής έκθεσης

 Η ετήσια οικονομική έκθεση, πέραν των στοιχείων που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου 4 του ν.3556/2007, περιλαμβάνει και τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία:

 (α) Τις πληροφορίες του άρθρου 10 του ν.3401/2005 τις οποίες ο εκδότης δημοσίευσε ή κατέστησε διαθέσιμες στο κοινό σε εφαρμογή κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας, κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης στην οποία αναφέρεται η ετήσια οικονομική έκθεση και αφορούν σε κινητές αξίες του εκδότη, τον εκδότη ή τις οργανωμένες αγορές, στις οποίες είναι εισηγμένες. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ενσωματώνονται στην ετήσια οικονομική έκθεση μέσω παραπομπής. Στην περίπτωση αυτή, στην ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνεται πίνακας αντιστοιχίας των παραπομπών, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να εντοπίζουν ευχερώς τις επιμέρους πληροφορίες.

 (β) Τα συνοπτικά ετήσια στοιχεία και πληροφορίες, σε ενοποιημένη και μη βάση, που συντάσσονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης που προβλέπεται στο άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2190/1920, όπως ισχύει.

 (γ) Την ετήσια έκθεση για τη διάθεση των κεφαλαίων της οικονομικής χρήσης στην οποία αφορά, εφόσον η διάθεση δεν έχει ολοκληρωθεί ή ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου, που αντλήθηκαν από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών ή από έκδοση ομολογιακού δανείου, σε συνέχεια των αναφερόμενων στο σχετικό ενημερωτικό δελτίο της έκδοσης. Το ελάχιστο περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών είναι σύμφωνο με τα οριζόμενα στον κανονισμό της οργανωμένης αγοράς και τις τυχόν κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες αποφάσεις. Κατά την ολοκλήρωση της διάθεσης των κεφαλαίων η έκθεση που συντάσσεται πρέπει να είναι ελεγμένη από ορκωτό ελεγκτή λογιστή.

 (δ) Αναφορά στο διαδικτυακό τόπο όπου αναρτώνται οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, οι εκθέσεις ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή και οι εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου των ανωνύμων εταιριών, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του ν.2190/1920.

 

 Άρθρο 2: Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία ετήσιας έκθεσης διοικητικού συμβουλίου

 1. Η ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, πέραν των στοιχείων που ορίζονται στις παραγράφους 6 έως 8 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007, περιλαμβάνει και τις σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων (συνδεόμενα μέρη), όπως αυτά ορίζονται στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 24 και τουλάχιστον τις συναλλαγές μεταξύ του εκδότη και κάθε συνδεδεμένου προσώπου που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης την οποία αφορούν και οι οποίες επηρέασαν ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της επιχείρησης κατά την εν λόγω χρήση.

 2. Η αναφορά στις συναλλαγές περιλαμβάνει τουλάχιστον:

 (α) το ποσό αυτών των συναλλαγών,

 (β) το ανεξόφλητο υπόλοιπο τους στο τέλος της χρήσης,

 (γ) τη φύση της σχέσεως του συνδεδεμένου προσώπου με τον εκδότη και

 (δ) άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τις συναλλαγές, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατανόηση της οικονομικής θέσης του εκδότη των μετοχών, εφόσον οι συναλλαγές αυτές είναι ουσιώδεις και δεν έχουν πραγματοποιηθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

 3. Τα πληροφοριακά στοιχεία για τις μεμονωμένες συναλλαγές κάθε συνδεδεμένου προσώπου με τον εκδότη μπορούν να συναθροίζονται ανάλογα με τη φύση τους, εκτός εάν απαιτείται διακριτή παράθεση για την κατανόηση των επιπτώσεων των συναλλαγών ενός ή περισσοτέρων συνδεδεμένων προσώπων στην οικονομική θέση του εκδότη των μετοχών.

 

 Άρθρο 3: Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης

 Η εξαμηνιαία οικονομική έκθεση, πέραν των στοιχείων που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3, 4 περίπτωση (α) και 7 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007, περιλαμβάνει και τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία:

 (α) Τα στοιχεία και πληροφορίες, σε ενοποιημένη και μη βάση, που συντάσσονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ` αριθμ. 6/448/11.10.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 (β) Την έκθεση για τη διάθεση των κεφαλαίων του πρώτου εξαμήνου της οικονομικής χρήσης στην οποία αφορά, που αντλήθηκαν από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών ή από έκδοση ομολογιακού δανείου, σε συνέχεια των αναφερόμενων στο σχετικό ενημερωτικό δελτίο της έκδοσης. Το ελάχιστο περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών είναι σύμφωνο με τα οριζόμενα στον κανονισμό της οργανωμένης αγοράς και τις τυχόν κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες αποφάσεις. Κατά την ολοκλήρωση της διάθεσης των κεφαλαίων η έκθεση που συντάσσεται πρέπει να είναι ελεγμένη από ορκωτό ελεγκτή λογιστή.

 

 Άρθρο 4: Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία εξαμηνιαίας έκθεσης διοικητικού συμβουλίου

 1. Η εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει, πέραν των στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 και στο άρθρο 3 της υπ` αριθμ. 1/434/3.7.2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ορθή απεικόνιση της εξέλιξης, των επιδόσεων και της θέσης του εκδότη, έτσι ώστε η απεικόνιση να παρουσιάζει μια ισορροπημένη και ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης, των επιδόσεων και της θέσης του εκδότη, σε συνάρτηση με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της επιχείρησης. Στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων ή της θέσης του εκδότη, η εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει χρηματοοικονομικούς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη επιχείρηση.

 Επιπρόσθετα, περιλαμβάνει ποιοτικού χαρακτήρα στοιχεία και εκτιμήσεις για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων του εκδότη κατά το δεύτερο εξάμηνο της οικονομικής χρήσης.

 2. Εφόσον συντάσσονται και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η έκθεση του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να είναι ενιαία, με κύριο σημείο αναφοράς τα ενοποιημένα οικονομικά δεδομένα του εκδότη και των θυγατρικών του και με αναφορά στα επιμέρους (μη ενοποιημένα) οικονομικά δεδομένα του εκδότη, όπου τούτο κρίνεται από τη διοίκηση του σκόπιμο ή αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της.

 

 Άρθρο 5: Υποβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

 Οι εκδότες υποβάλουν ηλεκτρονικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση τους, την ετήσια και εξαμηνιαία οικονομική έκθεση, καθώς και τις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις των άρθρων 4, 5 και 6 αντίστοιχα του ν.3556/2007. Μέχρι την οικονομική περίοδο που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2009, τα παραπάνω στοιχεία υποβάλλονται και εγγράφως.

 

 Άρθρο 6:  Τροποποίηση διατάξεων της υπ` αριθμ. 5/204/2000 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  (ΦΕΚ Β` 1487/2000)

 1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 της απόφασης 5/204/2000 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β` 1487/2000) αντικαθίσταται ως εξής: "Η υπηρεσία εξυπηρέτησης μετόχων μεριμνά ώστε στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρίας να διανέμεται στους παριστάμενους μετόχους η ετήσια οικονομική έκθεση του άρθρου 4 του ν. 3556/2007."

 2. Καταργείται το άρθρο 8 της απόφασης 5/204/2000 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β` 1487/2000).

 

 Άρθρο 7: Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

 1. Από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού ή του προϋπολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 3. Τα άρθρα 1-5 εφαρμόζονται στις ετήσιες και εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις και εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη, που αφορούν τις χρήσεις που αρχίζουν την ή μετά την 20η Ιανουαρίου 2007. Το καταργηθέν με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 άρθρο 8 της υπ` αριθμ. 5/204/14.11.2000 της απόφασης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξακολουθεί να εφαρμόζεται για τις οικονομικές χρήσεις που έχουν αρχίσει πριν την 20η Ιανουαρίου 2007. Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 της υπ` αριθμ. 5/204/2000 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξακολουθεί να εφαρμόζεται ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 της παρούσας για τις οικονομικές χρήσεις που έχουν αρχίσει πριν την 20η Ιανουαρίου 2007.

 

 Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

iv) Απόφαση ΔΣ ΕΚ  4/507/28.4.2009 «Στοιχεία και πληροφορίες που προκύπτουν από τις τριμηνιαίες και τις εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις» )ΦΕΚ Β 943/20.05.2009)

 

 

Άρθρο 1: Πεδίο Εφαρμογής

Για τους σκοπούς της απόφασης ως οικονομικές καταστάσεις νοούνται αυτές που καλύπτουν το πρώτο τρίμηνο, το πρώτο εξάμηνο και το τρίτο τρίμηνο κάθε οικονομικής χρήσης και καταρτίζονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ/ΔΠΧΑ)όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύτηκε στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 243) και τους Κανονισμούς που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού.

 

Άρθρο 2 :Στοιχεία και Πληροφορίες

1. Τα στοιχεία και πληροφορίες που προκύπτουν από τις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις καθώς και από τις εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις των άρθρων 6 και 5, αντίστοιχα, του ν. 3556/2007, τα οποία δημοσιεύει ο εκδότης σύμφωνα με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου, προκειμένου να παρέχεται στο επενδυτικό κοινό γενική ενημέρωση για την οικονομική κατάσταση και τα αποτελέσματα αυτού και των ελεγχόμενων από αυτόν επιχειρήσεων, ορίζονται στα συνημμένα Παραρτήματα Α έως Ε.

2. Τα δημοσιευόμενα στοιχεία παρατίθενται με τρόπο που να τα καθιστά ευκρινή

και ευανάγνωστα.

3.         Οι εκδότες μπορούν να παρεκκλίνουν από το περιεχόμενο των υποδειγμάτων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος Β, εφόσον η παρέκκλιση είναι σκόπιμη ή αναγκαία προκειμένου ο αναγνώστης να μορφώσει ακριβέστερη και πληρέστερη άποψη για την οικονομική τους κατάσταση.

 

Άρθρο 3: Χρόνος δημοσιοποίησης των στοιχείων και πληροφοριών

1. Τα στοιχεία και πληροφορίες του άρθρου 2 δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3556/2007 ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση κατά περίπτωση των τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων ή της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης.

2. Οι εκδότες υποβάλλουν εγγράφως και ηλεκτρονικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση τους, τα στοιχεία και τις πληροφορίες του άρθρου 2 της παρούσας, αναφέροντας τις εφημερίδες στις οποίες αυτά δημοσιεύθηκαν.

 

Άρθρο 4: Τελικές διατάξεις

1. Από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη λήψη της.

3. Από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής καταργείται η υπ` αριθμό 6/448/11.10.2007 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς   (ΦΕΚ Β` 2092/29.10.2007).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α: Στοιχεια καταστασης μεταβολων ιδιων κεφαλαιων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β: Συνοπτικά στοιχεία των καταστάσεων οικονομικής θέσης, συνολικών εσόδων, μεταβολών ιδίων κεφαλαίων και ταμειακών ροών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ: Πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες (Παρατίθενται διακριτά σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ: Πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες που παρατίθενται στην περίπτωση κατάρτισης και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε: Επεξηγηματικές σημειώσεις των προαναφερόμενων στοιχείων και πληροφοριών


 
Γ. Εγκύκλιοι, Συστάσεις, Ανακοινώσεις

 

i)  Εγκύκλιος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  αρ. 33 «Διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις διαρκούς πληροφόρησης που προβλέπονται στα άρθρα 9-16 του ν. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» και στα άρθρα 4-10 της απόφασης 1/434/3.7.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».

 

Σην παρούσα εγκύκλιο (εφεξής «Εγκύκλιος»), παρατίθενται διευκρινιστικές παρατηρήσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης σημαντικών συμμετοχών, όπως αυτές ορίζονται στο ν. 3556/2007 (ΦΕΚ Α΄91/30.4.2007) (εφεξής «ο νόμος») και εξειδικεύονται στην Απόφαση 1/434/3.7.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (εφεξής «η απόφαση»).

Η Εγκύκλιος δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο νόμος και η απόφαση.

Από την 30.6.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, καταργούνται οι διατάξεις του π.δ. 51/1992 και οι υποχρεώσεις προσώπων αναφορικά με τη δημοσιοποίηση σημαντικών συμμετοχών τους ρυθμίζονται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 9-16 του νόμου και από τα άρθρα 4-10 της απόφασης.

Η Εγκύκλιος απευθύνεται στα υπόχρεα πρόσωπα του νόμου, ήτοι τους μετόχους, τα πρόσωπα των άρθρων 10 και 11 και τους εκδότες, με σκοπό να αποσαφηνίσει τις υποχρεώσεις τους και να περιγράψει τις διαδικασίες υποβολής των γνωστοποιήσεων προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον εκδότη και δημοσιοποίησης αυτών.

Επισημαίνεται ότι ο νόμος και η απόφαση ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την πληροφόρηση που παρέχεται σε περιπτώσεις απόκτησης ή διάθεσης σημαντικών συμμετοχών, κατά την έννοια του άρθρου 9 του νόμου, σε εκδότες των οποίων κράτος μέλος καταγωγής είναι η Ελλάδα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου.

 

 

1. ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 9, 10 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Υπόχρεος σύμφωνα με το νόμο είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, απευθείας ή μέσω τρίτου προσώπου  (α) αποκτά ή διαθέτει μετοχές με δικαίωμα ψήφου (βλ. αρ. 9 του νόμου) ή (β) δικαιούται να αποκτά, να διαθέτει ή να ασκεί δικαιώματα ψήφου στις περιπτώσεις του άρθρου 10 του νόμου. Με την υποχρέωση του άρθρου 9 βαρύνονται και τα πρόσωπα του άρθρου 11.

Ενδεικτικά, υπόχρεα πρόσωπα προς γνωστοποίηση μπορεί να είναι τα εξής :

1.1. Πρόσωπο του άρθρου 9: μέτοχος

1.2. Πρόσωπο του άρθρου 10: μέτοχος ή μη, Ε.Π.Ε.Υ., διαχειριστής, θεματοφύλακας, Α.Ε.Δ.Α.Κ. και λοιπές περιπτώσεις

1.3. Πρόσωπο του άρθρου 11: πρόσωπο που αποκτά ή διαθέτει, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχουν δικαίωμα απόκτησης μετοχών.

Από την υποχρέωση ενημέρωσης απαλλάσσονται οι μεριδιούχοι όταν αποκτούν ή διαθέτουν μερίδια που εκδίδουν αμοιβαία κεφάλαια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. Δεν απαλλάσσονται τα πρόσωπα που αποκτούν ή διαθέτουν μετοχές που εκδίδουν οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.).

Από την 30.6.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, και το αργότερο τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία αυτή, ήτοι μέχρι τις 30.9.2007, τα υπόχρεα πρόσωπα που κατέχουν σημαντική συμμετοχή επί των δικαιωμάτων ψήφου, μέτοχοι ή μη, οφείλουν να προβούν στην ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 27 του νόμου. Συγκεκριμένα, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, συμπληρώνοντας το έντυπο γνωστοποίησης, να ενημερώσουν τον εκδότη για το ποσοστό που κατέχουν επί των δικαιωμάτων ψήφου και επί του μετοχικού κεφαλαίου αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 9,10 και 11 του νόμου, εκτός αν έχουν προβεί πριν την ημερομηνία αυτή στην ίδια ενημέρωση βάσει του προϊσχύσαντος π.δ. 51/1992.

 

1.1.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΜΕΤΟΧΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

1.1.1. Κάθε μέτοχος εταιρίας, της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά, που αποκτά ή διαθέτει μετοχές που ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου και, συνεπεία της απόκτησης ή της διάθεσης, το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει, φτάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται των ορίων του 5%, 10%, 15%, 20%, 25%, 1/3, 50% και 2/3, υποχρεούται να ενημερώσει σχετικώς τον εκδότη και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Ως μέτοχος νοείται, σε κάθε περίπτωση, ο εγγεγραμμένος στα αρχεία του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 2396/1996), δηλαδή το πρόσωπο στο Λογαριασμό Αξιών του οποίου είναι καταχωρημένες οι μετοχές στο Σύστημα Άυλων Τίτλων.

 

1.1.2. Ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης μετοχών

Η απόκτηση ή διάθεση μετοχών μπορεί να πραγματοποιείται εντός οργανωμένης αγοράς, δηλαδή με συναλλαγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή εκτός οργανωμένης αγοράς.

α. Προκειμένου για συναλλαγές που καταρτίζονται στην Αγορά Αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε άλλη οργανωμένη αγορά : Ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης μετοχών θεωρείται η ημερομηνία που έλαβε χώρα η συναλλαγή.

Σε περίπτωση που ο μέτοχος προβαίνει σε αγορά και πώληση μετοχών εντός της Αγοράς Αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε άλλη οργανωμένη αγορά κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, ως ποσοστό επί των μετοχών και των δικαιωμάτων ψήφου θεωρείται το ποσοστό που ο μέτοχος κατέχει μετά το κλείσιμο της συνεδρίασης της οργανωμένης αγοράς. Για παράδειγμα: Αν ο μέτοχος απέκτησε στη διάρκεια συνεδρίασης μετοχές και, ως εκ τούτου, το ποσοστό του στα δικαιώματα ψήφου του εκδότη αυξήθηκε σε ποσοστό άνω του πέντε τοις εκατό (5%), αλλά μέχρι το πέρας της συνεδρίασης μεταβίβασε ποσοστό ή και το σύνολο των νεοαποκτηθεισών μετοχών με αποτέλεσμα η ποσοστιαία μεταβολή, μετά το κλείσιμο, να είναι κατώτερη του πέντε τοις εκατό (5%), δεν υποχρεούται σε ενημέρωση.

β. Προκειμένου για συναλλαγές εκτός οργανωμένης αγοράς: Ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης των δικαιωμάτων ψήφου θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση.

Παράδειγμα : Στην περίπτωση της μεταβίβασης μετοχών που ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου στο πλαίσιο δημόσιας πρότασης, ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης των μετοχών θεωρείται η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης μεταβίβασης των μεταβιβαζομένων μετοχών. Προκειμένου για συναλλαγές που καταρτίστηκαν σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (Π.Μ.Δ.), ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης μετοχών θεωρείται η ημερομηνία που έλαβε χώρα η συναλλαγή.

Περίπτωση απόκτησης ή διάθεσης μετοχών με δικαιώματα ψήφου συνιστά και η κληρονομική διαδοχή. Στην περίπτωση αυτή, ως ημερομηνία απόκτησης των μετοχών με δικαιώματα ψήφου θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής της κληρονομιάς.

 

1.1.3. Ενημέρωση στην περίπτωση εταιρικών γεγονότων

Ο μέτοχος σε κάθε περίπτωση που εταιρικό γεγονός μεταβάλλει την κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου, ανεξάρτητα με το αν υπάρχει απόκτηση ή διάθεση κινητών αξιών, έχει υποχρέωση ενημέρωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9. Ενδεικτικά, εταιρικά γεγονότα που δύνανται να μεταβάλλουν τις συμμετοχές των μετόχων της εταιρίας στα δικαιώματα ψήφου αυτής είναι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με δικαίωμα προτίμησης υπέρ των παλαιών μετόχων με ταυτόχρονη διάθεση αδιαθέτων μετοχών σε ορισμένα πρόσωπα ή η μερική κάλυψη της αύξησης, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με παραίτηση των παλαιών μετόχων από το δικαίωμα προτίμησης, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου λόγω συγχώνευσης, η ακύρωση ιδίων μετοχών και η μετατροπή προνομιούχων άνευ δικαιώματος ψήφου μετοχών σε κοινές.

Επισημαίνεται ότι σε περιπτώσεις που η αύξηση ή η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου δεν επιφέρει αύξηση ή μείωση στην κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων, όπως, ενδεικτικά, στην περίπτωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, της έκδοσης δωρεάν μετοχών ή της μεταβολής του αριθμού αυτών λόγω μεταβολής της ονομαστικής αξίας της μετοχής, δεν γεννάται υποχρέωση ενημέρωσης.

Ως ημερομηνία επέλευσης της σημαντικής μεταβολής θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία οι νέες μετοχές τέθηκαν σε διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε άλλη οργανωμένη αγορά που λειτουργεί στην Ελλάδα. Τα υπόχρεα προς ενημέρωση πρόσωπα θεωρείται ότι έλαβαν γνώση του εταιρικού γεγονότος την ημερομηνία κατά την οποία ο εκδότης δημοσιοποίησε τα προβλεπόμενα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 9 του νόμου, στοιχεία. Τα ως άνω στοιχεία, εξάλλου, αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό της συμμετοχής στα δικαιώματα ψήφου έκαστου προσώπου, μετόχου ή μη.

 

1.1.4. Ενημέρωση από μετόχους για μεταβολή ίση ή μεγαλύτερη του 3%

Υποχρέωση ενημέρωσης έχει και κάθε μέτοχος που κατέχει ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου άνω του δέκα τοις εκατό (10%) των δικαιωμάτων ψήφου εφόσον το ποσοστό του σημειώσει μεταβολή ίση προς ή μεγαλύτερη του τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου, λόγω απόκτησης ή διάθεσης μετοχών με δικαιώματα ψήφου ή λόγω εταιρικών γεγονότων που μεταβάλλουν την κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου. Η ποσοστιαία μεταβολή του τρία τοις εκατό (3%) επί των δικαιωμάτων ψήφου μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας ή, αθροιστικά, περισσότερων πράξεων (συναλλαγές, εταιρικά γεγονότα και λοιπά). Για τον υπολογισμό της μεταβολής λαμβάνεται ως βάση η προηγούμενη υποχρεωτική γνωστοποίηση στην οποία προέβη ο υπόχρεος βάσει του νόμου. Συνεπώς κάθε υποχρεωτική γνωστοποίηση (ανεξαρτήτως αν αφορά σε όριο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 ή σε μεταβολή του τρία τοις εκατό (3%) ) αποτελεί βάση για νέα μεταβολή του τρία τοις εκατό (3%).

 

1.2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΜΕΤΟΧΟΥΣ Η΄ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1.2.1. Υπόχρεος προς γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου μπορεί να είναι μέτοχος ή οιοσδήποτε τρίτος που, δυνάμει των περιπτώσεων του άρθρου 10, "δικαιούται να αποκτά, να διαθέτει ή να ασκεί δικαιώματα ψήφου", με αποτέλεσμα το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου του να φτάνει, να υπερβαίνει ή να κατέρχεται των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 ή να σημειώνει μεταβολή της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.

Το άρθρο 10 του νόμου, όπως αυτό εξειδικεύεται από το άρθρο 5 της απόφασης, αποσυνδέει την υποχρέωση ενημέρωσης από την απόκτηση ή διάθεση μετοχών και διευρύνει τον κύκλο των υπόχρεων προσώπων. Κρίσιμη για τη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης ενημέρωσης είναι η δυνατότητα άσκησης χωρίς περιορισμούς των δικαιωμάτων ψήφου ανεξάρτητα από την κατοχή ή μη των μετοχών που ενσωματώνουν τα εν λόγω δικαιώματα.

Στις περιπτώσεις του άρθρου 10, ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης των δικαιωμάτων ψήφου θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση (ή η συμφωνία ή το έγγραφο με το οποίο παρέχεται το δικαίωμα απόκτησης,  διάθεσης ή άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου).

Διευκρινίζεται ότι ως πρόσωπα του άρθρου 10 του νόμου ενδέχεται, κατά περίπτωση, να θεωρηθούν η εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), η οποία παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίων πελατών εφόσον, με την ειδική έγγραφη σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ αυτής και του πελάτη, εξουσιοδοτείται να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου κατά την κρίση της χωρίς ο πελάτης να παρέχει οδηγίες για την άσκησή τους και η ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.).

 

1.2.2. Διευκρινιστικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις του άρθρου 10

Επισημαίνεται ότι οι διευκρινιστικές παρατηρήσεις και τα παραδείγματα σε περιπτώσεις του άρθρου 10 του νόμου που παρατίθενται στη συνέχεια είναι ενδεικτικά. Μη αναφορά άλλων ειδικότερων περιπτώσεων δεν πρέπει να νοείται ως έλλειψη υποχρέωσης, καθόσον η υπαγωγή στη διάταξη πραγματικών περιστατικών, συσχετισμών ή συμφωνιών μεταξύ προσώπων, κρίνεται κατά περίπτωση με βάση τους ειδικότερους όρους αυτής.

Κρίσιμα είναι τα πραγματικά περιστατικά και ιδίως οι ειδικότεροι όροι κάθε συμφωνίας μεταξύ των μερών για την απόκτηση, διάθεση ή άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου.

Η αναφορά κατηγοριών υπόχρεων προσώπων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις του ίδιου άρθρου, δεν αποκλείει κατά περίπτωση τη στοιχειοθέτηση της σχετικής υποχρέωσης βάσει διάταξης άλλης περίπτωσης (όπως π.χ. βάσει του άρθρου 9).

Όταν τροποποιούνται ή παύουν να ισχύουν οι σχέσεις των περιπτώσεων του άρθρου 10 του νόμου με αποτέλεσμα να προκύπτει σημαντική μεταβολή των συμμετοχών στα δικαιώματα ψήφου, κατά την έννοια του άρθρου 9 του νόμου, υποβάλλεται νέα γνωστοποίηση.

Ειδικότερα διευκρινίζονται τα εξής σχετικά με ορισμένες επιμέρους περιπτώσεις του άρθρου 10:

(α) Στην περίπτωση του στοιχείου (α) του άρθρου 10 (όπως αυτό εξειδικεύεται στη παράγραφο 2, στοιχείο (α) του άρθρου 5 της απόφασης) η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών που τα υποχρεώνει σε συντονισμένη ενέργεια ως προς την άσκηση των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου, γεννά υποχρέωση ενημέρωσης. Η συμφωνία μπορεί να συναφθεί και προφορικώς.

Ως ημερομηνία σύναψης της έγγραφης συμφωνίας θεωρείται η ημερομηνία υπογραφής της. Στην περίπτωση προφορικής συμφωνίας, θεωρείται η ημερομηνία της σύναψης της συμφωνίας και, σε κάθε περίπτωση, η ημερομηνία έναρξης της συντονισμένης πολιτικής ή συμπεριφοράς, όπως αυτή μπορεί να διαπιστωθεί από τα πραγματικά περιστατικά (ενδεικτικά: λήψη αποφάσεων διοικητικού συμβουλίου, γενικής συνέλευσης κ.α.).

Διευκρινίζεται ότι τα πρόσωπα που ενεργούν συντονισμένα κατά την έννοια του στοιχείου (ε) του άρθρου 2 του ν. 3461/ 2006 για τις δημόσιες προτάσεις, θεωρούνται υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 10, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως μετόχων ή μη, από την ημερομηνία που συμφωνείται η συντονισμένη άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου και εφεξής σε κάθε περίπτωση που το συνολικό ποσοστό συμμετοχής επί των δικαιωμάτων ψήφου τους σημειώνει σημαντική μεταβολή.

Όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη συμφωνία έχουν αυτοτελή υποχρέωση ενημέρωσης έκαστος για το συνολικά διαμορφούμενο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου.

Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή παρέχεται η δυνατότητα να γίνεται ταυτόχρονη ενημέρωση με την υποβολή ενός και μόνο εντύπου γνωστοποίησης (σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 της απόφασης). Κατά τη συμπλήρωση του σχετικού εντύπου πρέπει να αναγράφεται η ταυτότητα όλων των υπόχρεων προσώπων, ή αν έχει οριστεί εκπρόσωπος, να προκύπτει σαφώς η ταυτότητα των εκπροσωπούμενων προσώπων.

(β) Στην περίπτωση του στοιχείου (γ) του άρθρου 10, όπως αυτό εξειδικεύεται στο στοιχείο (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της απόφασης, το πρόσωπο στο οποίο έχουν παρασχεθεί μετοχές ως εμπράγματη ασφάλεια, εφόσον έχει τον έλεγχο των δικαιωμάτων που ενσωματώνονται σε αυτές τις μετοχές και έχει δηλώσει την πρόθεσή του να τα ασκήσει, υποχρεούται να προβεί σε ενημέρωση. Αντίστοιχα, υποχρεούται σε ενημέρωση και το πρόσωπο που παρέχει ως εμπράγματη ασφάλεια τις μετοχές που ενσωματώνουν τα δικαιώματα ψήφου.

Συμβάσεις ενεχύρου μεταξύ ενεχυρούχου δανειστή (π.χ. πιστωτικού ιδρύματος) και μετόχων, εφόσον στις συμβάσεις αυτές προβλέπεται μεταβίβαση των δικαιωμάτων ψήφου στον ενεχυρούχο δανειστή, εμπίπτουν στη συγκεκριμένη διάταξη. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι ο ενεχυρούχος δανειστής που ελέγχει τα δικαιώματα ήφου προτίθεται να τα ασκήσει.

Τυχόν πρόθεση του ενεχυρούχου δανειστή (π.χ. του πιστωτικού ιδρύματος) να μην ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου που του έχουν μεταβιβάσει, θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στη σύμβαση. Ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης θεωρείται η ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας για την παροχή εμπράγματης ασφάλειας.

(γ) Στην περίπτωση του στοιχείου (ε) του άρθρου 10, όπως αυτό εξειδικεύεται στο στοιχείο (ε) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της απόφασης, υπάγεται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, μέσω σειράς (αλυσίδας) παρένθετων νομικών ή φυσικών ροσώπων, ελέγχει σημαντικό ποσοστό, των δικαιωμάτων ψήφου της εκδότριας εταιρίας. Το πρόσωπο αυτό θεωρείται ότι ασκεί ή δύναται να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου στην εκδότρια εταιρία.

􀂃 Για τον υπολογισμό του ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου το πρόσωπο αυτό πρέπει να αθροίζει το ποσοστό που κατέχει ή ελέγχει κάθε άλλη ελεγχόμενη από αυτό επιχείρηση.

􀂃 Η υποχρέωση του προσώπου που έχει τον έλεγχο να προβεί σε ενημέρωση για οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στο συνολικό ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου, αποτελεί αυτοτελή υποχρέωση και υφίσταται ανεξάρτητα από τυχόν αντίστοιχη υποχρέωση της ελεγχόμενης επιχείρησης. Ειδικότερα στην περίπτωση που μεταξύ ελέγχοντος και ελεγχόμενου μεσολαβούν ενδιάμεσα πρόσωπα, δηλαδή στην περίπτωση που ο έλεγχος δεν ασκείται απευθείας, όλα τα ενδιάμεσα πρόσωπα υποχρεούνται αυτοτελώς να ενημερώνουν για τυχόν σημαντική μεταβολή στα δικαιώματα ψήφου τους αναφέροντας στη σχετική γνωστοποίηση όλη την αλυσίδα των παρένθετων προσώπων.

􀂃 Κατά τη συμπλήρωση του στοιχείου 8 του εντύπου γνωστοποίησης κάθε πρόσωπο που αποκτά ή διαθέτει έμμεση σημαντική συμμετοχή στα δικαιώματα ψήφου, οφείλει να διευκρινίζει την επωνυμία των ελεγχόμενων από αυτό επιχειρήσεων, μέσω των οποίων κατέχει τα δικαιώματα ψήφου, καθώς και το κατεχόμενο από κάθε ελεγχόμενη επιχείρηση ποσοστό επί των δικαιωμάτων ψήφου.

􀂃 Φυσικό πρόσωπο που ελέγχει μητρική επιχείρηση έχει αυτοτελή υποχρέωση ενημέρωσης. Εφόσον δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο, στη γνωστοποίηση που υποβάλλει η μητρική επιχείρηση πρέπει να διευκρινίζεται ότι κανένα πρόσωπο δεν έχει τον έλεγχό αυτής.

Προκειμένου ελεγχόμενη επιχείρηση να τύχει της απαλλαγής της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του νόμου, πρέπει στη γνωστοποίηση της μητρικής εταιρίας να περιέχονται όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες τόσο για την μητρική όσο και για την ελεγχόμενη επιχείρηση. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρονται οι επωνυμίες των ελεγχόμενων επιχειρήσεων, μέσω των οποίων κατέχονται τα δικαιώματα ψήφου, και ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου και το ποσοστό αυτών που κατέχεται από κάθε ελεγχόμενη επιχείρηση.

􀂃 Προκειμένου η μητρική επιχείρηση μιας εταιρίας διαχείρισης ή μιας Ε.Π.Ε.Υ., να τύχει της απαλλαγής των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 13 του νόμου, πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατάλογο των εταιριών διαχείρισης και των Ε.Π.Ε.Υ. καθώς και να γνωρίσει την αρμόδια αρχή που ασκεί εποπτεία σε αυτές (σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 της απόφασης). Τα πρόσωπα που επιθυμούν να τύχουν της απαλλαγής πρέπει να μεριμνήσουν ώστε ο κατάλογος να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε άμεσα με την έναρξη ισχύος του νόμου είτε πριν από την απόκτηση ή τη διάθεση που θα επιφέρει σημαντική μεταβολή στις συμμετοχές.

􀂃 Ενιαία ενημέρωση (σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 της απόφασης) μπορεί να γίνει με την υποβολή ενός μόνο εντύπου γνωστοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική γνωστοποίηση περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για κάθε υπόχρεο πρόσωπο.

(δ) Στην περίπτωση του στοιχείου (στ) του άρθρου 10, όπως αυτό εξειδικεύεται στο στοιχείο (στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της απόφασης, αν το πρόσωπο στο οποίο έχουν κατατεθεί μετοχές μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται στις μετοχές αυτές κατά την κρίση του και εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες των μετόχων, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται σε ενημέρωση. Εδώ εντάσσεται και η περίπτωση του θεματοφύλακα που ασκεί τα δικαιώματα ψήφου  κατά την κρίση του, δυνάμει σύμβασης παρακαταθήκης/ φύλαξης και διαχείρισης. Επίσης στη περίπτωση αυτή εντάσσονται και Ε.Π.Ε.Υ. οι οποίες αναλαμβάνουν δυνάμει ειδικής έγγραφης σύμβασης τη φύλαξη μετοχών πελατών τους εφόσον στην εν λόγω σύμβαση προβλέπεται η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου κατά την κρίση τους.

(ε) Στην περίπτωση του στοιχείου (ζ) του άρθρου 10, όπως αυτό εξειδικεύεται στο στοιχείο (ζ) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της απόφασης, όταν τρίτος κατέχει δικαιώματα ψήφου στο όνομά του για λογαριασμό ενός προσώπου, το πρόσωπο που ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου υποχρεούται να προβεί σε γνωστοποίηση. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποκτούν συμμετοχή επί των δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη μέσω αλλοδαπών οίκων οι οποίοι αποκτούν τις μετοχές στο όνομά τους και για λογαριασμό των εν λόγω νομικών ή φυσικών προσώπων. Επισημαίνεται ότι ο τρίτος που αποκτά ή κατέχει μετοχές στο νομά του, στην περίπτωση που η συμμετοχή του επί των δικαιωμάτων ψήφου αυξηθεί ή μειωθεί σημαντικά, κατά την έννοια του άρθρου 9 του νόμου, οφείλει να ενημερώσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 υπό την ιδιότητά του ως μέτοχος.

(στ) Στην περίπτωση του στοιχείου (η) του άρθρου 10 υπάγονται όλα τα πρόσωπα που, ανεξαρτήτως τυχόν άλλης ιδιότητάς τους, ασκούν τα δικαιώματα ψήφου δυνάμει πληρεξουσίου, στο οποίο είτε αναφέρεται ρητά ότι τα δικαιώματα ασκούνται κατά την κρίση του πληρεξουσίου είτε ο μέτοχος δεν έχει δώσει σαφείς οδηγίες για την άσκησή τους.

Ως ημερομηνία απόκτησης ή διάθεσης θεωρείται η ημερομηνία κατάρτισης του πληρεξουσίου, το οποίο από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής γνωστοποίησης και στο εξής θα θεωρείται ότι βρίσκεται σε ισχύ εκτός αν ακολουθήσει νεότερη γνωστοποίηση για την λήξη ισχύος του ή την ανάκλησή του. Στην περίπτωση που το πληρεξούσιο χορηγείται μόνο για μία γενική συνέλευση,  παρέχεται η δυνατότητα να γίνει μία μόνο ενημέρωση από κάθε υπόχρεο πρόσωπο. Ως ημερομηνία διάθεσης θεωρείται η ημερομηνία παράδοσης του πληρεξουσίου εγγράφου από τον μέτοχο προς τον πληρεξούσιο και ως ημερομηνία απόκτησης θεωρείται η ημερομηνία παραλαβής του από τον πληρεξούσιο.

(ζ) Στην περίπτωση του στοιχείου (θ) του άρθρου 10, η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί υποχρέωση της Α.Ε.Δ.Α.Κ. που διαχειρίζεται το αμοιβαίο κεφάλαιο καθώς και κάθε άλλης εταιρίας διαχείρισης η οποία έχει αναλάβει τη διαχείριση Ο.Σ.Ε.Κ.Α. Οι Α.Ε.Δ.Α.Κ. που διαχειρίζονται περισσότερα του ενός αμοιβαία κεφάλαια οφείλουν να αθροίζουν τη συμμετοχή των επί μέρους αμοιβαίων κεφαλαίων σε συγκεκριμένο εκδότη. Εφόσον ένα ή περισσότερα αμοιβαία κεφάλαια κατέχουν συμμετοχή άνω του 5%, στη γνωστοποίηση θα πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά οι επωνυμίες των αμοιβαίων κεφαλαίων και το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου τους.

 

1.2.3. Συμπλήρωση του εντύπου γνωστοποίησης από πρόσωπο του άρθρου 10 του νόμου

􀂃 Κατά τη συμπλήρωση του εντύπου γνωστοποίησης, τα πρόσωπα που δικαιούνται να αποκτούν, να διαθέτουν ή να ασκούν δικαιώματα ψήφου σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις του άρθρου 10 του νόμου, οφείλουν να διευκρινίζουν την ειδικότερη περίπτωση στην οποία εμπίπτουν.

􀂃 Κατά τη συμπλήρωση του εντύπου γνωστοποίησης, πρέπει να αναφέρονται όλα τα υπόχρεα πρόσωπα κάθε περίπτωσης του άρθρου 10. Επίσης θα πρέπει να αναφέρεται ο ή οι μέτοχοι εάν είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον ή τους υπόχρεους.

􀂃 Δεν αναφέρεται στη γνωστοποίηση ο μέτοχος του οποίου το ποσοστό επί των δικαιωμάτων ψήφου είναι κατώτερο του πέντε τοις εκατό (5%) επί του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου.

 

1.3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Η υποχρέωση ενημέρωσης του προσώπου του άρθρου 11 του νόμου γεννάται με την απόκτηση ή διάθεση του χρηματοπιστωτικού μέσου. Ως ημερομηνία της απόκτησης ή διάθεσης του χρηματοπιστωτικού μέσου θεωρείται η ημερομηνία της συναλλαγής με την οποία αποκτήθηκε ή διατέθηκε το χρηματοπιστωτικό μέσο.

Όταν το πρόσωπο του άρθρου 11 ασκήσει το δικαίωμά του και αποκτήσει τις μετοχές, δεν υποχρεούται εκ νέου σε ενημέρωση, εφόσον δεν μεταβάλλεται το συνολικό ποσοστό του επί των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 9. Διευκρινίζεται ότι εφόσον παρέλθει η περίοδος άσκησης των χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς το πρόσωπο του άρθρου 11 να ασκήσει το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, οφείλει να προβεί σε ενημέρωση για νέα σημαντική μεταβολή της συμμετοχής του επί των δικαιωμάτων ψήφου της εκδότριας. Υπόχρεα κατά την έννοια του άρθρου 11 είναι και τα πρόσωπα που αποκτούν ή διαθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα μέσω τρίτου, όπως για παράδειγμα μέσω θυγατρικής ή άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης.

 

1.4. ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ Η ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9,10 ΚΑΙ 11 ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Τα πρόσωπα, που βαρύνονται με την υποχρέωση ενημέρωσης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 9, το άρθρο 10 ή το άρθρο 11 του νόμου, οφείλουν να προβαίνουν σε γνωστοποίηση σημαντικών, κατά τις ως άνω διατάξεις, μεταβολών επί των συμμετοχών τους στα δικαιώματα ψήφου του εκδότη ταυτόχρονα προς τον ίδιο τον εκδότη και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το συντομότερο δυνατό και πάντως το αργότερο εντός τριών (3) ημερών διαπραγμάτευσης από την ημερομηνία που δημιουργήθηκε η σχετική υποχρέωση ενημέρωσης.

Στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να θεωρηθούν προνομιακές, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να επιδεικνύουν την απαραίτητη επιμέλεια στην παρακολούθηση των εντολών που έχουν δώσει για διενέργεια συναλλαγών και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ενημερώνονται εγκαίρως για την εκτέλεση ή μη αυτών, να προβαίνουν δε άμεσα σε γνωστοποίησή τους.

Η ενημέρωση του εκδότη πραγματοποιείται με την υποβολή σε αυτόν του σχετικού εντύπου γνωστοποίησης, νόμιμα υπογεγραμμένου, και σύμφωνα με τη διαδικασία που θα ορίσει ο εκδότης.

Η ορθή συμπλήρωση του εντύπου γνωστοποίησης αποτελεί υποχρέωση του υπόχρεου προσώπου το οποίο ευθύνεται για τυχόν λάθη και παραλείψεις.

Το έντυπο γνωστοποίησης υποβάλλεται, νόμιμα υπογεγραμμένο, στο κεντρικό πρωτόκολλο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στη διεύθυνση Κολοκοτρώνη 1 και Σταδίου, 105 62, Αθήνα και απευθύνεται στη Διεύθυνση Δημοσίων Εγγραφών και  Εποπτείας Εισηγμένων Εταιριών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στο Τμήμα Εποπτείας και Παρακολούθησης Συμπεριφοράς Εισηγμένων Εταιριών, με την ένδειξη «γνωστοποίηση σημαντικών μεταβολών σε δικαιώματα ψήφου σύμφωνα με το ν. 3356/2007». Η υποβολή γίνεται και με αποστολή στο φαξ με αριθμό (210) 3377243. Στην περίπτωση αυτή το έντυπο πρέπει να συνοδεύεται από φύλλο αποστολής το οποίο πρέπει να περιέχει ιδίως τα στοιχεία του αποστολέα, την υπογραφή του, τηλέφωνο επικοινωνίας μαζί του και τον αριθμό των αποστελλόμενων σελίδων. Τέλος ο υπόχρεος πρέπει να μεριμνά για την επιτυχή αποστολή των εγγράφων και παραλαβή τους από την αρμόδια υπηρεσία πρωτοκόλλου.

Ως νόμιμα υπογεγραμμένη θεωρείται η γνωστοποίηση που φέρει την υπογραφή του ίδιου του υπόχρεου προσώπου ή άλλου προσώπου, νόμιμα εξουσιοδοτημένου. Σε περίπτωση που το υπόχρεο πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο, η δήλωση υπογράφεται από το νόμιμο εκπρόσωπό του. Σε κάθε περίπτωση, μαζί με τη γνωστοποίηση υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα, τα οποία και ισχύουν εφεξής μέχρι την ανάκλησή τους.

Υπόδειγμα του ειδικού εντύπου γνωστοποίησης βρίσκεται αναρτημένο στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (www.cmc.gov.gr), στην ελληνική και αγγλική γλώσσα. Το υπόδειγμα συνοδεύεται από παράρτημα, το οποίο συμπληρώνεται από τα

υπόχρεα πρόσωπα με τα προσωπικά τους στοιχεία και υποβάλλεται μόνο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά τη συμπλήρωση του παραρτήματος, συνιστάται να αναφέρεται, πλέον των αναφερομένων σε αυτό και το πατρώνυμο του υπόχρεου.

 

2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚΔΟΤΩΝ

2.1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΨΗΦΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 9 του νόμου)

Ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιεί, με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 21 του νόμου, τον ακριβή συνολικό αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου του και το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου του (σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 9 του νόμου) στο τέλος του ημερολογιακού μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου σημειώθηκε η αύξηση ή η μείωση του αριθμού των δικαιωμάτων και του ύψους του μετοχικού κεφαλαίου του. Ως ημερομηνία πραγματοποίησης της αύξησης ή της μείωσης των δικαιωμάτων ψήφου και του μετοχικού κεφαλαίου θεωρείται η ημερομηνία έναρξης διαπραγμάτευσης των νέων μετοχών που προέκυψαν.

Η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου και των μεταβολών της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου για τα υπόχρεα πρόσωπα των άρθρων 9, 10 και 11 του νόμου. Διευκρινίζεται ότι οι σημαντικές μεταβολές υπολογίζονται πάντοτε επί του συνολικού αριθμού των δικαιωμάτων ψήφου και του ύψους του μετοχικού κεφαλαίου που έχει ήδη  δημοσιοποιήσει ο εκδότης. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια του μήνα που σημειώνεται η αλλαγή στον αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου, το ποσοστό των συμμετοχών υπολογίζεται βάσει της τελευταίας δημοσιευθείσας σχετικής ανακοίνωσης του εκδότη. Εάν μετά τη νεότερη ανακοίνωση του εκδότη στο τέλος του μήνα, προκύψει νέα σημαντική μεταβολή του ποσοστού συμμετοχής του, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να προβεί εκ νέου σε ενημέρωση βάσει της νεότερης ανακοίνωσης του εκδότη.

 

2.2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ Η΄ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ

2.2.1. Ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιεί όλες τις πληροφορίες σχετικά με σημαντικές μεταβολές στις συμμετοχές υπόχρεων, κατά τα άρθρα 9, 10 και 11, προσώπων επί των δικαιωμάτων ψήφου, άμεσα με την παραλαβή τους και εφόσον συντρέχει κάποιος λόγος, εντός δύο (2) ημερών διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου. Επισημαίνεται ωστόσο, ότι, στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να θεωρηθούν προνομιακές, οι εκδότες πρέπει να προβαίνουν στην ως άνω δημοσιοποίηση χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ο εκδότης θα πρέπει να έχει μηχανισμούς που να διασφαλίζουν την άμεση δημοσιοποίηση των ενημερώσεων που λαμβάνει. Σε περίπτωση που δεν συμβαίνει αυτό ο εκδότης πρέπει να μπορεί να αιτιολογήσει την καθυστέρηση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο ημέρες διαπραγμάτευσης. Ο εκδότης δημοσιοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες χωρίς να παρεμβαίνει στο περιεχόμενό τους.

Ο εκδότης δεν έχει υποχρέωση να υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις ανωτέρω γνωστοποιήσεις (σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του νόμου). Ο εκδότης πρέπει να αναρτήσει στο διαδικτυακό του τόπο όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία υποβολής της γνωστοποίησης από τα υπόχρεα πρόσωπα, διευκρινίζοντας, ειδικότερα, την αρμόδια για την παραλαβή τους υπηρεσία, τα υπεύθυνα πρόσωπα, τις ώρες και τον τόπο υποβολής και, σε κάθε περίπτωση, να διευκολύνει τα υπόχρεα πρόσωπα για την υποβολή των γνωστοποιήσεών τους. Επιπλέον, ο εκδότης πρέπει να αναφέρει στο διαδικτυακό του τόπο ότι αρμόδια αρχή για την εποπτεία των υποχρεώσεων πληροφόρησης είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και ότι το σχετικό έντυπο γνωστοποίησης βρίσκεται αναρτημένο στο διαδικτυακό της τόπο.

2.2.2. Ο εκδότης υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιοποιεί το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός δύο (2) ημερών διαπραγμάτευσης από την ημερομηνία συναλλαγής, κάθε σημαντική μεταβολή του ποσοστού των ιδίων μετοχών του σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15.

2.2.3. Ο εκδότης υποχρεούται, το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι μέχρι τις 30.10.2007, να υποβάλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να δημοσιοποιήσει τις υποβληθείσες σε αυτόν πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 27 του νόμου.

 

2.3. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ

Οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται από τον εκδότη ταυτόχρονα:

(α) σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης με εθνική και πανευρωπαϊκή εμβέλεια κατά τρόπο που επιτρέπει την ταχεία και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, από το επενδυτικό κοινό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (σύμφωνα με το άρθρο 21 του νόμου, όπως αυτό εξειδικεύεται στο άρθρο 11 της απόφασης). Ο εκδότης, προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τα ως άνω, συνιστάται να έχει συνεργασία με διάφορα δίκτυα διανομής - διάχυσης πληροφοριών. Μεταξύ άλλων πρέπει να φροντίσει ώστε να έχει συνδέσεις με τουλάχιστον ένα μέσο από κάθε κατηγορία μέσων ενημέρωσης και, οπωσδήποτε, με σημαντικές σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο εφημερίδες, με εξειδικευμένους παροχείς ειδήσεων, με πρακτορεία τύπου εθνικής και κοινοτικής κάλυψης, με διαδικτυακούς τόπους του οικονομικού τύπου προσβάσιμους στο επενδυτικό κοινό και με τον διαδικτυακό τόπο της οργανωμένης αγοράς.

(β) στον διαδικτυακό του τόπο ο οποίος πρέπει να διατηρείται και στην αγγλική για τουλάχιστον πέντε (5) έτη.

Συνιστάται όπως η δημοσιοποίηση των πληροφοριών για σκοπούς ικανοποιητικής διάχυσής τους σε άλλα κράτη μέλη γίνεται τουλάχιστον και στην αγγλική γλώσσα. Επιπλέον ο εκδότης υποβάλλει τις πληροφορίες στην εταιρία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.», η οποία διαχειρίζεται τον επίσημα καθορισμένο μηχανισμό αποθήκευσης ρυθμιζόμενων πληροφοριών,

3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν. 3340/2005 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Οι πληροφορίες των άρθρων 10 (προνομιακές πληροφορίες που αφορούν άμεσα τον εκδότη) και 13 (συναλλαγές των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στον εκδότη) και των προσώπων που έχουν στενό δεσμό με αυτούς) του ν. 3340/2005 είναι ρυθμιζόμενες πληροφορίες (σύμφωνα με την περίπτωση 1 (στ) του άρθρου 3 του ν. 3556/2007) και επομένως δημοσιοποιούνται πλέον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (δηλ. από την 30.6.2007). Επισημαίνεται ότι ο διαδικτυακός τόπος της οργανωμένης αγοράς, ο οποίος τηρείται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, είναι κατ'  εξοχήν ένα από τα μέσα που ευλόγως θεωρούνται αξιόπιστα για την αποτελεσματική διάχυση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών στο επενδυτικό κοινό σε ολόκληρη την Κοινότητα (σύμφωνα με την περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007), και συνεπώς οι εκδότες θα πρέπει να αποστέλλουν και σε αυτόν τις ανακοινώσεις με τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες που εκδίδουν.

Κατά τα λοιπά, αναφορικά με τη γνωστοποίηση των συναλλαγών των προσώπων του άρθρου 13 του ν. 3340/2005 στον εκδότη και τη διαβίβαση της γνωστοποίησης αυτής από τον εκδότη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχύουν η διαδικασία και οι προθεσμίες που προβλέπονται στο ν. 3340/2005 και την απόφαση 3/347/12.7.2005 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Προκειμένου να αποφευχθεί διπλή ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από τον εκδότη τόσο σύμφωνα με την απόφαση 3/347/12.7.2005 όσο και σύμφωνα με τον ν. 3556/2007  αναφορικά με τη γνωστοποίηση συναλλαγών, η παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 3556/2007 προβλέπει ότι οι παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου άρθρου δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες του άρθρου 13 του ν. 3340/2005.

 

 

ii)  Εγκύκλιος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  αρ. 34 «Διευκρινήσεις σχετικά με τις αποφάσεις 6/448/11.10.2007 και 7/448/11.10.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».

 

Στην παρούσα εγκύκλιο (εφεξής «Εγκύκλιος»), παρατίθενται διευκρινιστικές παρατηρήσεις σχετικά με:

α) την παρουσίαση των Στοιχείων και Πληροφοριών, όπως αυτά ορίζονται στην απόφαση 6/448/11.10.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, (εφεξής η «Απόφαση»),

β) την ανάρτηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών των άρθρων 4 έως και 7 του ν. 3556/2007, (εφεξής ο «Νόμος»), σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 άρθρο 21 του Νόμου, στο διαδικτυακό

τόπο του εκδότη.

Η Εγκύκλιος απευθύνεται σε εκδότες όπως αυτά ορίζονται στην περίπτωση β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, για τους οποίους η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος καταγωγής.

Η Εγκύκλιος δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί τις υποχρεώσεις που προβλέπουν ο Νόμος και οι

αποφάσεις 6/448/11.10.2007 και 7/448/11.10.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς .

 

Ι. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Α. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 της Απόφασης οι εκδότες μπορούν να παρεκκλίνουν από το περιεχόμενο των υποδειγμάτων του Παραρτήματος Β εφόσον η παρέκκλιση είναι σκόπιμη ή αναγκαία προκειμένου ο αναγνώστης να μορφώσει ακριβέστερη

και πληρέστερη άποψη για την οικονομική τους κατάσταση.

 

Α1. ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΕ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι εταιρίες που εφαρμόζουν το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 41, (όπως οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της γεωργίας, ιχθυοκαλλιέργειας και πάχυνσης ζώων), περιλαμβάνουν στην κατάσταση αποτελεσμάτων των Στοιχείων και Πληροφοριών στοιχεία που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα όπως απεικονίζεται στον παρακάτω πίνακα:

(ενοποιημένα και μη ενοποιημένα) ποσά εκφρασμένα σε ----- €

Τρέχουσα/

προηγούμενη

περίοδος

Πωλήσεις ( Μη βιολογικά περιουσιακά στοιχεία) Χ

Πωλήσεις ( Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία) Χ

Σύνολο πωλήσεων ΧΧ

Μικτό κέρδος (των μη βιολογικών στοιχείων) Χ

Επίπτωση επιμέτρησης βιολογικών περιουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία Χ

Δαπάνες ανάπτυξης βιολογικών περιουσιακών στοιχείων Χ

Μικτό αποτέλεσμα από τις δραστηριότητες Χ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων, χρηματοδοτικών και επενδυτικών αποτελεσμάτων Χ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων Χ

Κέρδη / (ζημιές) μετά από φόρους Χ

Κατανέμονται σε:

Μετόχους εταιρίας Χ

Μετόχους μειοψηφίας Χ

Κέρδη μετά από φόρους ανά μετοχή – βασικά (σε €) Χ,ΧΧ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και συνολικών

αποσβέσεων Χ

 

Α2. ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Οι εταιρίες των κλάδων επενδύσεων ακίνητης περιουσίας και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, λόγω της ιδιαιτερότητας του κλάδου τους, περιλαμβάνουν στην κατάσταση αποτελεσμάτων των Στοιχείων και Πληροφοριών στοιχεία που σχετίζονται με τη δραστηριότητα τους όπως απεικονίζεται στον παρακάτω πίνακα:

(ενοποιημένα και μη ενοποιημένα) ποσά εκφρασμένα σε ----- €

Τρέχουσα/

προηγούμενη

περίοδος

Έσοδα μίσθωσης επενδυτικών ακινήτων Χ

Αποτέλεσμα από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία των επενδυτικών ακινήτων Χ

Αποτέλεσμα πώλησης επενδυτικών ακινήτων Χ

Μείον: Δαπάνες εκμετάλλευσης Χ

Μικτό αποτέλεσμα από την επενδυτική δραστηριότητα ΧΧ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων, χρηματοδοτικών και επενδυτικών αποτελεσμάτων Χ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων Χ

Κέρδη / (ζημιές) μετά από φόρους ΧΧ

Κατανέμονται σε:

Μετόχους εταιρίας Χ

Μετόχους μειοψηφίας Χ

Κέρδη μετά από φόρους ανά μετοχή – βασικά (σε €) Χ,ΧΧ

Κέρδη / (ζημιές) προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και συνολικών

αποσβέσεων Χ

Σε περίπτωση διακοπεισών δραστηριοτήτων παρατίθενται τα απαιτούμενα στοιχεία των ανωτέρω κλάδων σύμφωνα με τους πίνακες «Στοιχεία κατάστασης αποτελεσμάτων περιόδου» της Απόφασης, δηλαδή οι επιπλέον στήλες «Διακοπείσες δραστηριότητες» και «Σύνολο».

 

Β. ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Σύμφωνα με την παράγραφο (θ) του Παραρτήματος Γ της Απόφασης, κάθε εκδότης υποχρεούται να αναφέρει στα πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες των δημοσιευμένων Στοιχείων και Πληροφοριών τις πάσης φύσεως συναλλαγές (έσοδα και έξοδα) σωρευτικά από την έναρξη της οικονομικής χρήσης, καθώς και τα υπόλοιπα των απαιτήσεων και υποχρεώσεων της εταιρίας και του ομίλου στη λήξη της τρέχουσας περιόδου, που έχουν προκύψει από συναλλαγές τους με τα συνδεδεμένα μέρη, όπως αυτά ορίζονται στο ΔΛΠ 24.

Για τα παραπάνω στοιχεία θα παρατίθενται διακριτά οι συνολικές αμοιβές διευθυντικών στελεχών και μελών της διοίκησης, οι συναλλαγές τους, καθώς και οι απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους.

Ενδεικτικά, ο τρόπος παρουσίασης των γνωστοποιήσεων συνδεδεμένων μερών είναι ο παρακάτω:

(1) Ως έσοδα για τον όμιλο νοούνται οι πάσης φύσεως εισροές που προκύπτουν από συναλλαγές με συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται ο όμιλος, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(2) Ως έξοδα για τον όμιλο νοούνται οι πάσης φύσεως εκροές που προκύπτουν από συναλλαγές με συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται ο όμιλος, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(3) /(4) Ως απαιτήσεις και αντίστοιχα υποχρεώσεις για τον όμιλο νοούνται αυτές από/προς συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται ο όμιλος, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(5) Ως Διευθυντικά στελέχη και μέλη της διοίκησης, λαμβανομένων υπόψη και των στενών συνδεομένων με αυτούς προσώπων, για τον όμιλο νοούνται κυρίως αυτά της εταιρίας, όπως ορίζει το ΔΛΠ 24, και οι κάθε είδους συναλλαγές τους συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών που ορίζονται από το ΔΛΠ 19 και το ΔΠΧΠ 2 και τα υπόλοιπα τους (απαιτήσεις και υποχρεώσεις) με την εταιρία και τις θυγατρικές της.

Όμιλος Εταιρία

α) Έσοδα (1) (6)

β) Έξοδα (2) (7)

γ) Απαιτήσεις (3) (8)

δ) Υποχρεώσεις (4) (9)

ε) Συναλλαγές και αμοιβές διευθυντικών στελεχών και μελών

της διοίκησης

(5) (10)

στ) Απαιτήσεις από διευθυντικά στελέχη και μέλη της

διοίκησης

(5) (10)

ζ) Υποχρεώσεις προς τα διευθυντικά στελέχη και μέλη της

διοίκησης

(5) (10)

 (6) Ως έσοδα για τη μητρική νοούνται οι πάσης φύσεως εισροές που προκύπτουν από συναλλαγές με θυγατρικές, συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται η εταιρία, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(7) Ως έξοδα για τη μητρική νοούνται οι πάσης φύσεως εκροές που προκύπτουν από συναλλαγές με θυγατρικές, συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται η εταιρία, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(8)/(9) Ως απαιτήσεις και αντίστοιχα υποχρεώσεις για τη μητρική νοούνται αυτές από/προς θυγατρικές, συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη, όπως για παράδειγμα η υπερκείμενη μητρική, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της οποίας περιλαμβάνεται η εταιρία, ή επιχειρήσεις που ανήκουν σε μέλη της διοίκησης ή σε διευθυντικά στελέχη ή σε πρόσωπα σύμφωνα με τα οριζόμενα από το ΔΛΠ 24.

(10) Ως Διευθυντικά στελέχη και μέλη της διοίκησης, λαμβανομένων υπόψη και των στενών συνδεομένων με αυτούς προσώπων, για την εταιρία νοούνται αυτά που ορίζει το ΔΛΠ 24, και

οι κάθε είδους συναλλαγές τους συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών που ορίζονται από το ΔΛΠ 19 και το ΔΠΧΠ 2 και τα υπόλοιπα τους (απαιτήσεις και υποχρεώσεις) με την εταιρία. Σε επίπεδο ομίλου και εταιρίας, τα πεδία του πίνακα συμπληρώνονται με μηδενικό υπόλοιπο σε περίπτωση που για τη δεδομένη ενδιάμεση περίοδο δεν υπάρχει ποσό. Στην περίπτωση δε που σε επίπεδο ομίλου δεν υφίστανται συγγενείς εταιρίες και λοιπά συνδεδεμένα μέρη κατά την έννοια του ΔΛΠ 24, τότε αναφέρεται το γεγονός και η συμπλήρωση του πίνακα από το α)

έως το δ) παραλείπεται.

 

Γ. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΟΝΔΥΛΙΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Οι εταιρίες οι οποίες προβαίνουν στις μεταβολές επί των οικονομικών καταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο β του Παραρτήματος Γ της Απόφασης παραθέτουν τα κάτωθι στα πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες:

α. Το είδος των μεταβολών,

β. Παραπομπή στις σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων όπου γίνεται λεπτομερής περιγραφή και αναφορά των επιπτώσεων των μεταβολών.

γ. Σε περίπτωση μεταβολών που επηρεάζουν τις ήδη δημοσιοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της συγκρίσιμης ενδιάμεσης περιόδου και της προηγούμενης οικονομικής χρήσης:

 

(ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις) ποσά εκφρασμένα σε ----- €

Συγκρίσιμη ενδιάμεση περίοδος

Από την αρχή της χρήσης

περίοδος

Τελευταία τρίμηνη περίοδος Προηγούμενη ετήσια

οικονομική χρήση

Δημοσιευμένα-

Πριν τη

μεταβολή

Αναμορφωμένα

Δημοσιευμένα-

Πριν τη

μεταβολή

Αναμορφωμένα Δημοσιευμένα-

Πριν τη μεταβολή Αναμορφωμένα

Κύκλος εργασιών (για

συνεχιζόμενες δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Αποτελέσματα μετά από φόρους

και δικαιώματα μειοψηφίας (για

συνεχιζόμενες δραστηριότητες)

Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Καθαρή θέση μετόχων εταιρίας Χ Υ Χ Υ

Κύκλος εργασιών (για

διακοπείσες δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Αποτελέσματα μετά από φόρους

και δικαιώματα μειοψηφίας (για

διακοπείσες δραστηριότητες)

Χ Υ Χ Υ Χ Υ

 

(μη ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις) ποσά εκφρασμένα σε ----- €

Συγκρίσιμη ενδιάμεση περίοδος

Από την αρχή της χρήσης

περίοδος

Τελευταία τρίμηνη περίοδος Προηγούμενη ετήσια

οικονομική χρήση

Δημοσιευμένα

- Πριν τη

μεταβολή

Αναμορφωμένα

Δημοσιευμένα-

Πριν τη

μεταβολή

Αναμορφωμένα Δημοσιευμένα-

Πριν τη μεταβολή Αναμορφωμένα

Κύκλος εργασιών (για

συνεχιζόμενες δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Αποτελέσματα μετά από φόρους

(για συνεχιζόμενες δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Καθαρή θέση μετόχων εταιρίας Χ Υ Χ Υ

Κύκλος εργασιών (για διακοπείσες

δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Αποτελέσματα μετά από φόρους

(για διακοπείσες δραστηριότητες) Χ Υ Χ Υ Χ Υ

Εφόσον έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στην ως άνω περίπτωση γ, οι εκδότες υποβάλουν ηλεκτρονικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηματιστήριο Αθηνών τα αναμορφωμένα στοιχεία και πληροφορίες της προηγούμενης ετήσιας οικονομικής χρήσης, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία.

 

Δ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΙΟΥ «ΚΕΡΔΗ/(ΖΗΜΙΕΣ) ΠΡΟ ΦΟΡΩΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ, ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΩΝ ΑΠΟΣΒΕΣΕΩΝ»

Το κονδύλι «κέρδη/(ζημίες) προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και συνολικών αποσβέσεων» υπολογίζεται για τους σκοπούς της Απόφασης ως ακολούθως : Κέρδη /(ζημίες) προ φόρων

± Χρηματοοικονομικά και επενδυτικά αποτελέσματα

+ Συνολικές αποσβέσεις (ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων )

= Αποτελέσματα προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και συνολικών

αποσβέσεων

Διευκρινίζεται ότι:

1. Το κονδύλι «κέρδη/ζημίες προ φόρων» που χρησιμοποιείται στον ανωτέρω υπολογισμό, λαμβάνεται όπως ακριβώς απεικονίζεται στην κατάσταση αποτελεσμάτων των οικονομικών καταστάσεων.

2. Το κονδύλι «χρηματοοικονομικά και επενδυτικά αποτελέσματα» αφορά έσοδα, έξοδα, κέρδη και ζημίες, που σχετίζονται με τη χρονική αξία του χρήματος (τόκοι καταθέσεων, δανείων κλπ) και τις επενδύσεις κεφαλαίου. Με τον όρο επενδύσεις κεφαλαίου νοούνται οι τοποθετήσεις της επιχείρησης σε χρεόγραφα (μετοχές, ομολογίες κλπ), ενσώματα και άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία (επενδυτικά και ιδιοχρησιμοποιούμενα), στις περιπτώσεις που οι τοποθετήσεις αυτές δεν αποτελούν ένα από τα αντικείμενα δραστηριότητας (segments) του εκδότη. Το κονδύλι περιλαμβάνει ενδεικτικά, έσοδα από τόκους καταθέσεων, έξοδα από τόκους δανειακών κεφαλαίων, μη λειτουργικές συναλλαγματικές διαφορές, έσοδα μερισμάτων, κέρδη/ζημίες από πώληση, διαγραφή, απομείωση, αναστροφή απομείωσης και αποτίμηση χρεογράφων, ενσώματων και άυλων παγίων περιουσιακών στοιχείων.

3. Το κονδύλι των «συνολικών αποσβέσεων» που προστίθεται στα κέρδη/ζημίες προ φόρων, είναι αυτό που προκύπτει μετά από το συμψηφισμό των αποσβέσεων των παγίων περιουσιακών στοιχείων (έξοδο), με τις αντίστοιχες αποσβέσεις των τυχόν επιχορηγήσεων (έσοδο), που έχουν ληφθεί γι' αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. Από τον υπολογισμό του ανωτέρου μεγέθους εξαιρούνται οι κλάδοι των Τραπεζών, των εταιριών Επενδύσεων, των Ασφαλειών Ιδιοκτησίας & Ζημιών και των Γενικών Ασφαλειών.

 

Ε. ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ (4) ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Ε ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ

ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Αναφορικά με την παράγραφο (4) του Παραρτήματος Ε της Απόφασης, ως προς το κονδύλι «κέρδη ανά μετοχή» διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση διακοπεισών δραστηριοτήτων, συμπληρώνονται όλες οι στήλες. («Συνεχιζόμενες δραστηριότητες», «Διακοπείσες δραστηριότητες» και «Σύνολο»)

 

ΙΙ. ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 21 του Νόμου, οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες που περιγράφονται στα άρθρα 4,5,6, και 7 του Νόμου καθώς και στην απόφαση 7/448/11.10.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αναρτώνται σε διακριτό σημείο του διαδικτυακού τόπου του εκδότη. Ειδικότερα, κρίνεται σκόπιμο:

1. Η πρόσβαση στην ιστοσελίδα του εκδότη να είναι άμεση, ευχερής και να παρέχεται χωρίς χρέωση,

2. Το περιεχόμενο των ρυθμιζόμενων πληροφοριών να μη μπορεί να μεταβληθεί από το χρήστη,

3. Οι επενδυτές να έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύσουν ηλεκτρονικά τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες και να τις εκτυπώσουν.

 

 

  1. Εγκύκλιος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  αρ. 36 «Διευκρινίσεις επί της απόφασης 3/347/12.7.2005 (ΦEK Β/983/13.7.2005) του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Υποχρεώσεις των εκδοτών για τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών» αναφορικά με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν προβλέψεις ή εκτιμήσεις οικονομικών μεγεθών».

 

 

Στην παρούσα εγκύκλιο (εφεξής «Εγκύκλιος») παρατίθενται διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης των εταιριών που προβαίνουν σε ανακοινώσεις εκτιμήσεων ή προβλέψεων οικονομικών μεγεθών για την τρέχουσα ή/και τις επόμενες περιόδους και χρήσεις. Η Eγκύκλιος απευθύνεται προς τις εταιρίες που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών (εφεξής «Εταιρίες»).

Η Εγκύκλιος δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τις υποχρεώσεις που προβλέπει η απόφαση 3/347/12.7.2005 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (εφεξής «Απόφαση»).

Με σκοπό την ομαλή και κατά ενιαίο τρόπο εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.2 εδ.(ιε), 3 και 4 της Απόφασης, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

 

1. Οι Εταιρίες δύνανται να ανακοινώνουν πληροφορίες σχετικά με εκτιμήσεις ή προβλέψεις οικονομικών μεγεθών για την τρέχουσα ή/και τις επόμενες περιόδους και χρήσεις. Στην περίπτωση αυτή οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 3 της Απόφασης.

2. Στην περίπτωση κατά την οποία οι Εταιρίες προβαίνουν σε δημοσιοποίηση εκτιμήσεων ή προβλέψεων οικονομικών μεγεθών οφείλουν να αναφέρουν κατ' ελάχιστο τον κύκλο εργασιών, τα αποτελέσματα προ φόρων και τα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση.

3. Οι εκτιμήσεις ή προβλέψεις που δημοσιοποιούνται πρέπει να μην περιέχουν στοιχεία που επιδέχονται διττής ή ασαφούς ερμηνείας, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται παραπλανητικές ή συγκεχυμένες εντυπώσεις στο επενδυτικό κοινό.

4. Στην περίπτωση που τα στοιχεία που αφορούν οι εκτιμήσεις ή προβλέψεις δεν προκύπτουν αυτούσια από τις οικονομικές καταστάσεις (π.χ. EBITDA, EBIT, CAGR), πρέπει να αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο εξάγονται οι πληροφορίες αυτές από τις οικονομικές καταστάσεις.

5. Οι Εταιρίες οφείλουν να προβαίνουν σε συνεχή παρακολούθηση και αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή προβλέψεων, που έχουν δημοσιοποιήσει, σε περιοδική βάση και έκτακτα, όταν επέρχονται σημαντικές μεταβολές ή εξελίξεις που επηρεάζουν ήδη δημοσιοποιηθείσες εκτιμήσεις ή προβλέψεις, καθώς και να ενημερώνουν χωρίς υπαίτια βραδύτητα το επενδυτικό κοινό με τρόπο ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιήθηκε για την αρχική δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

6. Εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 5, σχετική ενημέρωση των επενδυτών πρέπει να παρέχεται και ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση των περιοδικών ή ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των Εταιριών, που έπονται της σημαντικής μεταβολής/εξέλιξης επί των προβλέψεων και εκτιμήσεών τους, οι δε Εταιρίες αναφέρουν και κατά πόσο εξακολουθούν να θεωρούν ως πολύ πιθανή την πραγματοποίηση των εκτιμήσεων ή/και προβλέψεων που έχουν δημοσιοποιήσει.


 

 
  1. Ανακοίνωση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  30.3.2006 «Ανακοίνωση οικονομικών μεγεθών» (αρ.πρωτ. 1442/30.3.2006).

 

Με τη παρούσα επισημαίνουμε ότι εφόσον η εταιρία σας προβαίνει σε ανακοίνωση σχετικά με τα οικονομικά της μεγέθη (όπως ενδεικτικώς, σχολιασμό των ετήσιων ή περιοδικών αποτελεσμάτων της, εκτιμήσεις ή προβλέψεις για επόμενες περιόδους ή χρήσεις) που συνιστούν πληροφορίες για την ενημέρωση των επενδυτών, πρέπει να αναφέρει κατ' ελάχιστο τα κέρδη που αναλογούν στους μετόχους της εταιρίας, δηλαδή τα κέρδη μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας ή, εφόσον δεν καταρτίζονται ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, τα κέρδη μετά από φόρους.

 

Τυχόν μη τήρηση των ανωτέρω ενδέχεται να συνιστά παράβαση του ν.3340/2005 «Για την προστασία της κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς».

 

  1. Διευκρινήσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  23.08.2006 «Διευκρινήσεις αναφορικά με τη δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν τις περιοδικές και τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις» (αρ.πρωτ. 3603/23.8.2006).

 

Στο πλαίσιο των διατάξεων του ν. 3340/2005 «Για την προστασία της κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγωγήσεις της αγοράς» και της απόφασης 3/347/12.7.2005 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Υποχρεώσεις των Εκδοτών για τη Δημοσιοποίηση Προνομιακών Πληροφοριών» αναφορικά με την δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν τις περιοδικές και ετήσιες οικονομικές καταστάσεις για την ενημέρωση των επενδυτών επισημαίνονται τα ακόλουθα:

 

Οι εταιρίες δύνανται να ανακοινώνουν δια του Ημερήσιου Δελτίου Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, πληροφορίες σχετικά με τα οικονομικά μεγέθη των περιοδικών ή ετήσιων οικονομικών καταστάσεων πριν τη δημοσιοποίηση τους και εφόσον αυτές έχουν προηγουμένως εγκριθεί από το διοικητικό τους συμβούλιο, όταν αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία. Οι εταιρίες κρίνεται σκόπιμο να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων να γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με την ανακοίνωση. Σε κάθε περίπτωση οι εταιρίες οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ο έμπιστος χαρακτήρας των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις μέχρι την με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιοποίηση τους.

 

Η παραπάνω ανακοίνωση κρίνεται σκόπιμο να περιλαμβάνει αναφορά σε σημαντικά γεγονότα και συναλλαγές, καθώς και επαρκή ανάλυση και επεξήγηση των ουσιωδών μεταβολών που σημειώθηκαν στην οικονομική κατάσταση και στις επιδόσεις της εταιρίας και του ομίλου της και αναφορά στην ημερομηνία δημοσιοποίησης των στοιχείων και πληροφοριών και των οικονομικών καταστάσεων. Επισημαίνεται ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα οικονομικά μεγέθη κρίνεται σκόπιμο να περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστο τον κύκλο εργασιών, τα αποτελέσματα προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων (EBITDA), τα αποτελέσματα προ φόρων και τα αποτελέσματα μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας.

 

 

  1. Ανακοίνωση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  10.12.2007 «Ηλεκτρονική υποβολή των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αναφέρονται στις αποφάσεις της ΕΚ 6/448/11.10.2007 και 7/448/11.10.2007 οι οποίες δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3556/2007» (αρ.πρωτ. 5495/10.12.2007).

 

Η παρούσα ανακοίνωση απευθύνεται στους εκδότες του ν. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» και εφαρμόζεται στις οικονομικές χρήσεις που αρχίζουν την ή μετά την 20η Ιανουαρίου 2007. Οι προηγούμενες σχετικές ανακοινώσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ), της 31ης Μαρτίου 2006 και της 23ης Αυγούστου 2005, δεν ισχύουν εφεξής.

 

Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες, που αναφέρονται στις αποφάσεις του ΔΣ της ΕΚ 6/448/2007 και 7/448/2007, διαβιβάζονται ηλεκτρονικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση ifs@cmc.gov.gr της ΕΚ. Ο εκδότης θα χρησιμοποιεί το λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail account), που αντιστοιχεί στο εξουσιοδοτημένο για την επικοινωνία με την ΕΚ πρόσωπο, που έχει δηλωθεί.

Σημειώνεται ότι με την ηλεκτρονική υποβολή των ανωτέρω ρυθμιζόμενων πληροφοριών, δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση των εκδοτών για την έγχαρτη υποβολή τους στις περιπτώσεις που αυτή προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις.

 

Α) Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της απόφασης 6/448/11.10.2007 (ΦΕΚ 2092 -29.10.07): «Οι εκδότες υποβάλλουν εγγράφως και ηλεκτρονικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ταυτόχρονα με τη δημοσίευσή τους, τα στοιχεία και τις πληροφορίες του άρθρου 2 της παρούσας....»

 

Η ηλεκτρονική υποβολή των στοιχείων και πληροφοριών (Σ&Π), της απόφασης 6/448/11.10.2007 στην ΕΚ πραγματοποιείται ως ακολούθως:

 

A.1.    Με το αρχείο (excel) του συστήματος ΕΡΜΗΣ

 

Τα αρχεία με τα εν λόγω Σ&Π δημιουργούνται από το νέο πρότυπο αρχείο (excel) που δημιούργησε το Χρηματιστήριο Αθηνών (σύστημα ΕΡΜΗΣ) σε συνεργασία με την ΕΚ, το οποίο ανταποκρίνεται στα υποδείγματα της νεότερης απόφασης 6/448/2007. Όταν καταχωρηθούν τα απαιτούμενα στοιχεία από το χρήστη, επιλέγεται το πεδίο «δημιουργία ExcelSheet για την Επ. Κεφ.» στο τέλος του πρότυπου αρχείου. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται σε χωριστό αρχείο για τον όμιλο και την εταιρία (μητρική). Τα δύο αυτά αρχεία (excel, υποβάλλονται στην ΕΚ με ένα ενιαίο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail).

Το «θέμα» ("Subject") του ηλεκτρονικού μηνύματος με το οποίο υποβάλλονται τα παραπάνω αρχεία με τα Σ&Π της απόφασης 6/448/2007, φέρει την ακόλουθη μορφή:

[ifs]]_ΕΠΩΝΥΜΙΑ_Κατηγορία Εκδότη_Οικονομική Χρήση_Τρίμηνο

Όπου:

α)       [ifs]: ήτοι ifs μέσα σε αγκύλες, μη μεταβλητό πεδίο, καταγράφεται ως έχει.

β) ΕΠΩΝΥΜΙΑ: Πεδίο στο οποίο καταγράφεται ο διακριτικός τίτλος του εκδότη, με κεφαλαία χωρίς κενά. Ο διακριτικό τίτλος δεν πρέπει να διαφοροποιείται από περίοδο σε περίοδο υποβολής, παρά μόνο σε περίπτωση επίσημης αλλαγής του.

γ)       Κατηγορία Εκδότη: εξαψήφιο πεδίο, που λαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

 

Κατηγορία Εκδότη

Συντ/φία

Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

ΧΡ.ΙΔ.

Ασφαλιστικές εταιρίες

ΑΣ.ΕΤ.

Λοιπές Εταιρίες

ΛΟ.ΕΤ.

 

δ) Οικονομική Χρήση: τετραψήφιο μεταβλητό πεδίο στο οποίο καταγράφεται η τρέχουσα οικονομική χρήση. Επισημαίνεται ότι για τους εκδότες των οποίων η οικονομική χρήση ξεκινά, για παράδειγμα, την 1η Ιουλίου 2007, τα στοιχεία των περιόδων μέχρι 30 Ιουνίου 2008 (ήτοι των περιόδων που λήγουν την 30 Σεπτεμβρίου 2007, 31 Δεκεμβρίου 2007, 31 Μαρτίου 2008 και 30 Ιουνίου 2008) αφορούν την οικονομική χρήση 2008.

ε) Τρίμηνο: μεταβλητό πεδίο που λαμβάνει την ένδειξη: Τ1, Τ2, Τ3 ή Τ4 και αναφέρεται στο τρίμηνο της οικονομικής χρήσης που αφορούν τα υποβαλλόμενα Σ&Π. Για παράδειγμα, σε περίπτωση εκδότη του οποίου η οικονομική χρήση ξεκινά την 1η Ιουλίου, τα στοιχεία που υποβάλλονται για την περίοδο που λήγει την 30η Σεπτεμβρίου θα φέρουν την ένδειξη τριμήνου Τ1.

στ) Σημειώνεται ότι δεν πρέπει να προηγούνται, περιέχονται ή να έπονται του θέματος (subject), κενά, άλλοι χαρακτήρες, ή σημεία στίξης.

 

Ο τίτλος των αρχείων (excel) που επισυνάπτονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την

ΕΚ είναι της μορφής:

α)       Για τη μητρική: ΜΗΤΡΙΚΗχχχχΤψ

β)       Για τον όμιλο: ΟΜΙΛΟΣχχχχΤψ

Στο πεδίο χχχχ αναγράφεται το έτος, πχ 2008, και στο πεδίο ψ το αντίστοιχο τρίμηνο ήτοι 1,

2, 3 ή 4.

2. Με το αρχείο (pdf) των ετήσιων και εξαμηνιαίων οικονομικών εκθέσεων, καθώς και των

τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων.

 

Τα Σ&Π της απόφασης 6/448/2007, όπως δημοσιεύονται στον Τύπο, πέραν της ηλεκτρονικής υποβολής τους με το αρχείο ^cel) του συστήματος ΕΡΜΗΣ, συνυποβάλλονται ηλεκτρονικά και σε μορφή αρχείου (pdf), ως μέρος των ρυθμιζόμενων πληροφοριών των άρθρων 4, 5 και 6 του ν.3556/2007, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ενότητα (Β) της παρούσας ανακοίνωσης.

 

 

Β) Σύμφωνα με το άρθρο 5 της απόφασης 7/448/11.10.2007 (ΦΕΚ 2092' - 29.10.07): «Οι εκδότες υποβάλουν ηλεκτρονικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ταυτόχρονα με την δημοσιοποίησή τους, την ετήσια και εξαμηνιαία οικονομική έκθεση, καθώς και τις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις των άρθρων 4, 5 και 6 αντίστοιχα του ν.3556/2007. Μέχρι την οικονομική περίοδο που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2009, τα παραπάνω στοιχεία υποβάλλονται και εγγράφως».

 

Η ηλεκτρονική υποβολή των ως άνω ρυθμιζόμενων πληροφοριών στην ΕΚ πραγματοποιείται ως ακολούθως:

1. Ετήσια και Εξαμηνιαία Οικονομική Έκθεση

 

Το σύνολο των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις εν λόγω εκθέσεις υποβάλλεται σε ένα, ενιαίο αρχείο (pdf), με το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) με το οποίο υποβάλλονται και τα Σ&Π (αρχεία excel) της ενότητας (Α). Ειδικότερα:

α) Το ενιαίο αρχείο (pdf) της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης, θα περιλαμβάνει την εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, τη δήλωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τις εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις (ατομικές και ενοποιημένες), την έκθεση ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή, τα Σ&Π όπως δημοσιεύονται στον Τύπο και την τυχόν έκθεση για τη διάθεση των αντληθέντων κεφαλαίων του πρώτου εξαμήνου της οικονομικής χρήσης.

β) Το ενιαίο αρχείο (pdf) της ετήσιας οικονομικής έκθεσης, θα περιλαμβάνει την ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, τη δήλωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (ατομικές και ενοποιημένες), την έκθεση ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή, τα Σ&Π όπως δημοσιεύονται στον Τύπο, την τυχόν ετήσια έκθεση για τη διάθεση των αντληθέντων κεφαλαίων, το έγγραφο με τις πληροφορίες του άρθρου 10 του ν.3401/2005,και την αναφορά στο διαδικτυακό τόπο όπου αναρτώνται οι παραπάνω πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ (δ) της Απόφασης 7/448/2007 της ΕΚ.

 

Ο τίτλος αυτού του αρχείου (pdf), που επισυνάπτεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ είναι της μορφής:

ΕΚΘΕΣΗχχχχΤψ

Στο πεδίο χχχχ αναγράφεται το έτος, πχ 2008, και στο πεδίο ψ το αντίστοιχο τρίμηνο ήτοι 2 ή 4, για την εξαμηνιαία και ετήσια οικονομική έκθεση αντίστοιχα.

B. 1. Οικονομικές Καταστάσεις και Στοιχεία και Πληροφορίες πρώτου και τρίτου τριμήνου

 

Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες που αφορούν το πρώτο ή τρίτο τρίμηνο (εννιάμηνο) της οικονομικής χρήσης, υποβάλλονται σε ξεχωριστά αρχεία (pdf), με το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) με το οποίο υποβάλλονται και τα Σ&Π (αρχεία excel) της ενότητας (Α). Ειδικότερα, αποστέλλεται ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο περιλαμβάνει τα αρχεία των Σ&Π (excel και pdf), καθώς και ένα ή δύο αρχεία (pdf) για τις ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της αντίστοιχης περιόδου.

 

Ο τίτλος των αρχείων (pdf) που επισυνάπτονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ είναι της μορφής:

α)       Για τις οικονομικές καταστάσεις μητρικής και ομίλου: ΟΙΚΑΤχχχχΤψ δ)       Για τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π: Σ&ΠχχχχΤψ

Στο πεδίο χχχχ αναγράφεται το έτος πχ 2008 και στο πεδίο ψ το αντίστοιχο τρίμηνο ήτοι 1 ή 3. Διευκρινίζεται ότι οι εκδότες που παρουσιάζουν τις ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε χωριστά κείμενα, οφείλουν να υποβάλλουν και τις δύο οικονομικές καταστάσεις.

 

Γ) Εκδότες οι οποίοι προβαίνουν εντός του τριμήνου αναφοράς σε μεταβολές του είδους που αναφέρονται στην παράγραφο β του Παραρτήματος Γ της απόφασης 6/448/2007, οι οποίες επηρεάζουν οικονομικές καταστάσεις προηγούμενων περιόδων, υποβάλλουν ηλεκτρονικά στην ΕΚ και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ταυτόχρονα με τα αναφερόμενα αρχεία στις ενότητες (Α) και (Β) για το τρέχον τρίμηνο και τα αναμορφωμένα αρχεία ^α) των Σ&Π της αμέσως προηγούμενης ετήσιας μόνο οικονομικής χρήσης.

 

Η συγκεκριμένη υποβολή πραγματοποιείται μέσω του συστήματος ΕΡΜΗΣ με την ίδια διαδικασία δημιουργίας αρχείων (Excel) (ένα για τη μητρική και ένα για τον όμιλο), που περιγράφεται στην περίπτωση 1 της ενότητας (Α) της παρούσας ανακοίνωσης, αλλά με ξεχωριστό ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail), το οποίο φέρει το ακόλουθο «θέμα» ("Subject"):

 

[ifs]_ΕΠΩΝΥΜΙΑ_Κατηγορία Εκδότη_Οικονομική Χρήση_Τ4_ΑΝ

α)       Για τη συμπλήρωση των πεδίων [ifs], ΕΠΩΝΥΜΙΑ, Κατηγορία Εκδότη, και Οικονομική

Χρήση, ισχύουν όσα αναφέρονται στην περίπτωση 1 της ενότητας (Α) β)      Τ4: Μη μεταβλητό πεδίο, καταγράφεται ως έχει. γ)       ΑΝ: Μη μεταβλητό πεδίο, καταγράφεται ως έχει.

 

Ο τίτλος των αρχείων (Excel) που επισυνάπτονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ είναι της μορφής:

α)       Για τη μητρική: ΜΗΤΡΙΚΗχχχχΤ4ΑΝ β)       Για τον όμιλο: ΟΜΙΛΟΣχχχχΤ4ΑΝ Στο πεδίο χχχχ αναγράφεται το έτος πχ 2007.

 

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:

 

- Από την εφαρμογή των παραπάνω δεν απαιτείται η αυτοτελής ηλεκτρονική υποβολή στην ΕΚ του πίνακα διάθεσης αντληθέντων κεφαλαίων, παρά μόνο μέσω των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που υποβάλλονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ενότητα (Β) ανωτέρω.

- Η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής (ενότητες (Α) και (Β)), των ρυθμιζόμενων πληροφοριών ενός τριμήνου, επαναλαμβάνεται κάθε φορά που επανακαταρτιζονται τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π ή οι οικονομικές καταστάσεις ή/και οι οικονομικές εκθέσεις της συγκεκριμένης περιόδου. Η ηλεκτρονική υποβολή των αναμορφωμένων Σ&Π της ενότητας (Γ), πραγματοποιείται μόνο κατά την υποβολή των ρυθμιζόμενων πληροφοριών του τριμήνου εντός του οποίου επήλθε μεταβολή των οικονομικών καταστάσεων και δεν επαναλαμβάνεται σε κάθε επόμενο τρίμηνο, εκτός αν επέλθει νέα μεταβολή.

 

- Τα αρχεία (pdf) με τα οποία υποβάλλονται οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες της ενότητας (Β), δεν προβλέπεται να περιλαμβάνουν φωτογραφίες, διαφημίσεις ή άλλου εικαστικού τύπου στοιχεία, που επιβαρύνουν το μέγεθος των υποβαλλόμενων αρχείων.

 

- Η χρήση των συντομογραφιών κατηγορίας εκδότη Ο.Λ.Ε., Ο.Χ.Ι. και Ο.Α.Ε. καταργείται, αφού οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες θα υποβάλλονται πλέον συνολικά με ένα ηλεκτρονικό μήνυμα σε κάθε τρίμηνο.

 

-    Η ηλεκτρονική υποβολή των ρυθμιζόμενων πληροφοριών της παρούσας ανακοίνωσης στην ΕΚ πραγματοποιείται χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή.

 

Ακολουθούν παραδείγματα προς διευκόλυνση των εκδοτών:

 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

 

I) Έστω εκδότης με επωνυμία ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΕ (εμπορική εταιρία), του οποίου η οικονομική χρήση λήγει 31.12.2008, ο οποίος συντάσσει ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

 

Α)       Για την περίοδο του πρώτου τριμήνου που λήγει 31.03.2008, υποβάλει        στην ΕΚ:

 

1. Τα δύο αρχεία ^cel) που αφορούν τα Σ&Π της ενότητας (Α) της παρούσας ανακοίνωσης σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Ο τίτλος των αρχείων ^cel) που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

ΜΗΤΡΙΚΗ2008Τ1, για το αρχείο ^cel) της μητρικής εταιρίας.

ΟΜΙΛΟΣ2008Τ1, για το αρχείο ^cel) του ομίλου.

 

2. Τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες της ενότητας (Β) της παρούσας ανακοίνωσης, για το πρώτο τρίμηνο της οικονομικής χρήσης, ήτοι τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π και τις Οικονομικές Καταστάσεις πρώτου τριμήνου σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Η αποστολή αυτών των ρυθμιζόμενων πληροφοριών θα πραγματοποιηθεί σε δύο ή τρία αρχεία (pdf). Τα Σ&Π θα αποσταλούν σε ένα αρχείο (pdf), ενώ οι Οικονομικές Καταστάσεις θα αποσταλούν σε ένα ή δύο αρχεία (pdf), ανάλογα με το αν η εταιρία παρουσιάζει τις ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές της καταστάσεις συνδυασμένα (σε ενιαίο κείμενο) ή διακριτά (σε χωριστά κείμενα). Ο τίτλος των αρχείων (pdf) που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

-        Σ&Π2008Τ1, για τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π

-         ΟΙΚΑΤ2008Τ1, για τις Οικονομικές Καταστάσεις.

Το σύνολο των παρακάτω αρχείων (excel) και (pdf) επισυνάπτονται και συνυποβάλλονται στην ΕΚ με ένα ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) , το οποίο αποστέλλεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση ifs@cmc.gov.gr. Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα θα έχει ως θέμα:

[Ifs] ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΑΕ_ΛΟ.ΕΤ._2008_Τ1

 

β) Για την περίοδο του πρώτου εξαμήνου που λήγει 30.06.2008, υποβάλει στην ΕΚ:

1. Τα δύο αρχεία (excel)  που αφορούν τα Σ&Π της ενότητας (Α) της παρούσας ανακοίνωσης σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Ο τίτλος των αρχείων (excel)   που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

- ΜΗΤΡΙΚΗ2008Τ2, για το αρχείο (excel)   της μητρικής εταιρίας

- ΟΜΙΛΟΣ2008Τ2, για το αρχείο (excel)   του ομίλου.

 

2. Τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες της ενότητας (Β) για το πρώτο εξάμηνο του 2008. Η αποστολή αυτών των ρυθμιζόμενων πληροφοριών θα πραγματοποιηθεί συνολικά σε ένα αρχείο (pdf). Ο τίτλος αυτού του αρχείου που θα επισυναφθεί στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

ΕΚΘΕΣΗ2008Τ2

 

Το  σύνολο  των  παραπάνω  αρχείων  (excel)  και   (pdf)  επισυνάπτονται και συνυποβάλλονται   στην  ΕΚ  με  ένα  ηλεκτρονικό  μήνυμα  (e-mail),  το οποίο αποστέλλεται   στην   ηλεκτρονική   διεύθυνση   ifs@cmc.gov.gr   .   Το   εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα θα έχει ως «θέμα» (subject): [ifs]_ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΑΕ_ΛΟ.ΕΤ._2008_Τ2

Στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος εκδότης προέβη κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της οικονομικής χρήσης 2008 σε μεταβολή του είδους που περιγράφεται στην παράγραφο β του Παραρτήματος Γ της απόφασης 6/448/2007. Τότε εκτός από το παραπάνω ηλεκτρονικό μήνυμα, αποστέλλει στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση και δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο θα υποβάλλει εκ νέου μόνο τα αρχεία ^cel) που αφορούν τα Σ&Π της 31.12.2007, αναμορφωμένα με τις αναδρομικές επιπτώσεις των μεταβολών που επήλθαν στο δεύτερο τρίμηνο της οικονομικής χρήσης 2008. Τα αναμορφωμένα αρχεία ^cel) θα δημιουργηθούν μέσω του συστήματος ΕΡΜΗΣ με την ίδια διαδικασία που ακολουθείται και για τα αρχεία του δευτέρου τριμήνου 2008.

 

Ο τίτλος των αναμορφωμένων αρχείων (excel)  θα είναι:

- ΜΗΤΡΙΚΗ2007Τ4ΑΝ, για το αρχείο (excel)  της μητρικής εταιρίας.

- ΟΜΙΛΟΣ2007Τ4ΑΝ, για το αρχείο (excel)  του ομίλου.

 

Το ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο θα υποβληθούν στην ΕΚ τα ανωτέρω αναμορφωμένα αρχεία (excel)  θα έχει ως «θέμα» (subject):

[Ifs] ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΑΕ_ΛΟ.ΕΤ._2007_Τ4_ΑΝ

 

ΙΙ)     Έστω εκδότης με επωνυμία ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΕ του οποίου η οικονομική χρήση λήγει 30.6.2008, ο οποίος συντάσσει ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

 

Για την περίοδο του πρώτου τριμήνου που λήγει 30.09.2007, υποβάλει στην ΕΚ:

 

1. Τα δύο αρχεία (excel) που αφορούν τα Σ&Π της ενότητας (Α) της παρούσας ανακοίνωσης σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Ο τίτλος των αρχείων (excel) που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

-           ΜΗΤΡΙΚΗ2008Τ1, για το αρχείο (excel) της μητρικής εταιρίας.

-           ΟΜΙΛΟΣ2008Τ1, για το αρχείο (excel) του ομίλου.

 

2. Τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες της ενότητας (Β) της παρούσας ανακοίνωσης, για το πρώτο τρίμηνο της οικονομικής χρήσης, ήτοι τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π και τις Οικονομικές Καταστάσεις πρώτου τριμήνου σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Η αποστολή αυτών των ρυθμιζόμενων πληροφοριών θα πραγματοποιηθεί σε δύο ή τρία αρχεία (pdf). Τα Σ&Π θα αποσταλούν σε ένα αρχείο (pdf), ενώ οι Οικονομικές Καταστάσεις θα αποσταλούν σε ένα ή δύο αρχεία (pdf), ανάλογα με το αν η εταιρία παρουσιάζει τις ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές της καταστάσεις συνδυασμένα (σε ενιαίο κείμενο) ή διακριτά (σε χωριστά κείμενα). Ο τίτλος των αρχείων (pdf) που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

Σ&Π2008Τ1, για τα δημοσιευμένα στον Τύπο Σ&Π.

ΟΙΚΑΤ2008Τ1, για τις Οικονομικές Καταστάσεις.

 

Το  σύνολο  των  παραπάνω  αρχείων  (excel)   και   (pdf) επισυνάπτονται και συνυποβάλλονται   στην  ΕΚ  με  ένα  ηλεκτρονικό  μήνυμα  (e-mail), το οποίο αποστέλλεται   στην   ηλεκτρονική   διεύθυνση   ifs@cmc.gov.gr   .Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα θα έχει ως «θέμα» (subject):

[Ifs] ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΑΕ_ΛΟ.ΕΤ._2008_Τ1

 

Β) Για την περίοδο του πρώτου εξαμήνου που λήγει 31.12.2008, υποβάλει στην ΕΚ:

1. Τα δύο αρχεία (excel) που αφορούν τα Σ&Π της ενότητας  (Α)    της παρούσας ανακοίνωσης σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Ο τίτλος των αρχείων (excel) που θα επισυναφθούν στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι:

-        ΜΗΤΡΙΚΗ2008Τ2, για το αρχείο (excel) της μητρικής εταιρίας.

-        ΟΜΙΛΟΣ2008Τ2, για το αρχείο (excel) του ομίλου.

 

2. Τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες της ενότητας (Β) για το πρώτο εξάμηνο του 2008. Η αποστολή αυτών των ρυθμιζόμενων πληροφοριών θα πραγματοποιηθεί συνολικά σε ένα αρχείο (pdf). Ο τίτλος αυτού του αρχείου που θα επισυναφθεί στο ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) προς την ΕΚ θα είναι: ΕΚΘΕΣΗ2008Τ2

 

Το σύνολο των παραπάνω αρχείων (excel) και (pdf) επισυνάπτονται και συνυποβάλλονται   στην  ΕΚ  με  ένα  ηλεκτρονικό  μήνυμα  (e-mail),  το οποίο αποστέλλεται   στην   ηλεκτρονική   διεύθυνση   ifs@cmc.gov.gr   .Το   εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα θα έχει ως «θέμα» (subject): [ifs]_EniXEIPHZHAE_AO.ET._2008_T2

 

3. Στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος εκδότης προέβη κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της οικονομικής χρήσης 2008 σε μεταβολή του είδους που περιγράφεται στην παράγραφο β του Παραρτήματος Γ της απόφασης 6/448/2007. Τότε εκτός από το παραπάνω ηλεκτρονικό μήνυμα, αποστέλλει στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση και δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο θα υποβάλλει εκ νέου μόνο τα αρχεία (excel) που αφορούν τα Σ&Π της 30.06.2007, αναμορφωμένα με τις αναδρομικές επιπτώσεις των μεταβολών που επήλθαν στο δεύτερο τρίμηνο της οικονομικής χρήσης 2008. Τα αναμορφωμένα αρχεία (excel) θα δημιουργηθούν μέσω του συστήματος ΕΡΜΗΣ με την ίδια διαδικασία που ακολουθείται και για τα αρχεία του δεύτερου τριμήνου 2008.

 

Ο τίτλος των αναμορφωμένων αρχείων (excel) θα είναι:

ΜΗΤΡΙΚΗ2007Τ4ΑΝ, για το αρχείο (excel) της μητρικής εταιρίας.

ΟΜΙΛΟΣ2007Τ4ΑΝ, για το αρχείο (excel) του ομίλου.

 

Το ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο θα υποβληθούν στην ΕΚ τα ανωτέρω αναμορφωμένα αρχεία (excel) θα έχει ως «θέμα» (subject): [ifs]_ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΑΕ_ΛΟ.ΕΤ._2007_Τ4_ΑΝ

 

  1. Διευκρινήσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  12.5.2008 «Διευκρινήσεις σχετικά με την υποχρέωση γνωστοποίησης για τις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες» (αρ.πρωτ. 2052/12.5.2008).

 

Αναφερόμαστε στο ν.3556/2007 (ΦΕΚ Α'91/30.4.2007) για τις προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και σας επισημαίνουμε τα κάτωθι, ώστε ακολούθως να ενημερώσετε σχετικώς τους μετόχους της εταιρίας σας:

 

Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ως άνω νόμος σε συνδυασμό με την Εγκύκλιο υπ' αριθμ. 32 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Λειτουργία των Κοινών Επενδυτικών Μερίδων και διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 3/403/8.11.2006 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς», για τον υπολογισμό των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ν.3556/2007, κάθε υπόχρεο πρόσωπο, που τυγχάνει συνδικαιούχος με τρίτα πρόσωπα σε κοινή επενδυτική μερίδα, οφείλει να αθροίζει τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε κινητές αξίες που ανήκουν στην ατομική του μερίδα με τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε κινητές αξίες που περιέχονται στην κοινή επενδυτική μερίδα και των οποίων είναι συγκύριος.

 

Στην ίδια υποχρέωση βάσει του ν.3556/2007 υπόκεινται και οι λοιποί συνδικαιούχοι της κοινής μερίδας, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά είναι συγκύριοι του συνόλου των καταχωρηθέντων στην κοινή μερίδα κινητών αξιών.

 

 

  1. Διευκρινήσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  28.7.2008 «Διευκρινήσεις εφαρμογής των υποχρεώσεων των εκδοτών στο πλαίσιο του ν. 3556/2007 και των αποφάσεων 6 & 7/448/2007 και 1/480/2008» (αρ.πρωτ. 3649/28.7.2008).

 

Στο πλαίσιο του ν. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων 6/448/2007 «Στοιχεία και πληροφορίες που προκύπτουν από τις τριμηνιαίες και εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις» (Σ&Π), 7/448/2007 «Πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία της ετήσιας και εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης και της ετήσιας και εξαμηνιαίας έκθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου» και 1/480/2008 «Τροποποίηση διατάξεων της απόφασης 6/448/2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς», παρατίθενται διευκρινιστικές παρατηρήσεις για την ορθή και πλήρη εφαρμογή τους:

 

Α)      Στοιχεία και Πληροφορίες (Αποφάσεις 6/448/2007 και 1/480/2008)

 

Σύμφωνα με την παρ. ζ(ιι) της Απ. 6/448/2007, οι εκδότες οφείλουν να αναφέρουν στα Σ&Π διακριτά, σε επίπεδο εταιρίας και ομίλου, τα σωρευτικά ποσά των προβλέψεων που έχουν διενεργήσει, για κάθε μία από τις οριζόμενες περιπτώσεις, μέχρι και την περίοδο αναφοράς των οικονομικών καταστάσεων εφόσον οι προβλέψεις αυτές είναι σημαντικές. Σημαντική θεωρείται (σύμφωνα με τις αρχές των ΔΛΠ/ΔΠΧΠ), πρόβλεψη της οποίας η παράλειψη σχηματισμού και γνωστοποίησης θα μπορούσε, να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων του εκδότη. Διευκρινίζεται ότι o όρος «λοιπές προβλέψεις», αφορά προβλέψεις που σχηματίζει ο εκδότης κατά την έννοια των παραγράφων 10, 11 και 14 του ΔΛΠ 37 «Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενα Περιουσιακά Στοιχεία».

1. Για τις πληροφορίες της παρ. (στ) του Παραρτήματος Γ και της παρ. (α) του Παραρτήματος Δ της Απ. 6/448/2007, οι εκδότες παραπέμπουν τους αναγνώστες των Σ&Π στη σχετική σημείωση/σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων, εφόσον έχουν ενσωματώσει αυτή την πληροφόρηση στις οικονομικές καταστάσεις. Η παραπομπή δύναται να αφορά και τις οικονομικές καταστάσεις της αμέσως προηγούμενης ετήσιας περιόδου αναφοράς, με την προϋπόθεση ότι οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν μεταβληθεί έκτοτε. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει παραπομπή στις οικονομικές καταστάσεις, ο εκδότης πρέπει να αναφέρει αναλυτικά τις εν λόγω πληροφορίες σε σχετική σημείωση/σημειώσεις των Σ&Π.

2. Σύμφωνα με τις παρ. (β) και (γ) του Παραρτήματος Δ της Απ. 6/448/2007, οι εκδότες υποχρεούνται να αναφέρουν και να αιτιολογούν στις σημειώσεις των Σ&Π:

α) Τις μεταβολές στη σύνθεση των εταιριών ή/και κοινοπραξιών που ενσωματώνονται στις ενοποιημένες οικονομικές τους καταστάσεις. β) Τις μεταβολές στη μέθοδο ενσωμάτωσής τους (ολική, αναλογική ενοποίηση, καθαρή θέση).

γ) Τις εταιρίες ή/και κοινοπραξίες που δεν περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αιτιολογώντας τη μη ενσωμάτωσή τους, είτε μέσω παραπομπής στις σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων, είτε επί των Σ&Π.

3. Στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις των παρ. (β) και (γ) του Παραρτήματος Δ της Απ. 6/448/2007, αναφέρεται το γεγονός με αρνητική διατύπωση.

 

Β)      Εξαμηνιαία, Ετήσια Οικονομική Έκθεση και Τριμηνιαίες Οικονομικές Καταστάσεις (άρθρα 4,5 και 6 του ν.3556/2007)

 

1. Η εξαμηνιαία και ετήσια οικονομική έκθεση πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο τα στοιχεία που προβλέπονται από το ν. 3556/2007 και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, χωρίς πρόσθετο πληροφοριακό υλικό ή εικαστικό περιεχόμενο. Συνίσταται τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην εξαμηνιαία και ετήσια οικονομική έκθεση να παρατίθενται με την ακόλουθη σειρά:

α)     Δηλώσεις Εκπροσώπων του Διοικητικού Συμβουλίου

β)     Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου

γ)      Έκθεση Επισκόπησης/Ελέγχου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή

δ)      Οικονομικές Καταστάσεις

ε)      Στοιχεία και Πληροφορίες

στ)    Έκθεση Διάθεσης Αντληθέντων Κεφαλαίων

 

2. Από 1.1.2007 έχει τεθεί σε εφαρμογή το ΔΠΧΠ 7 «Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις», το οποίο αντικατέστησε το ΔΛΠ 30 και τις απαιτήσεις γνωστοποιήσεων του ΔΛΠ 32 στις σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων, ενώ οι απαιτήσεις του ΔΛΠ 32 αναφορικά με την παρουσίαση των χρηματοοικονομικών στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις του εκδότη, εξακολουθούν να ισχύουν.

Διευκρινίζεται ότι το ΔΠΧΠ 7 έχει εφαρμογή για όλες τις εταιρίες, ανεξαρτήτως αντικειμένου δραστηριότητας και όχι μόνο για τις επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού τομέα. Ωστόσο η έκταση των γνωστοποιήσεων του προτύπου στις οικονομικές καταστάσεις κάθε εκδότη, εξαρτάται από το είδος και τη σημαντικότητα (materiality) των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις και τους κινδύνους που αυτά ενσωματώνουν.

 

3. Οι γνωστοποιήσεις των συναλλαγών με τα συνδεδεμένα μέρη στις οικονομικές καταστάσεις του εκδότη, πρέπει να είναι αυτές που ορίζονται από το ΔΛΠ 24 «Γνωστοποιήσεις Συνδεδεμένων Μερών» και όχι αυτές της Εγκυκλίου 34/24.1.2008 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της παρ (θ) του Παραρτήματος Γ της Απ. 6/448/2007 και παρέχονται για σκοπούς συνοπτικής ενημέρωσης των επενδυτών.

 

Γ) Ηλεκτρονική υποβολή ρυθμιζόμενων πληροφοριών άρθρων 4,5 και 6 του ν.3556/2007 (Οδηγίες Ηλεκτρονικής Υποβολής Ρυθμιζόμενων Πληροφοριών Αρ Πρωτ 5495/10.12.2007)

1. Οι ρυθμιζόμενες χρηματοοικονομικές πληροφορίες των άρθρων 4,5 και 6 του ν. 3556/2007 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών αποφάσεων (6/448/2007, 7/448/2007), αποστέλλονται, ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίησή τους, στην ηλεκτρονική διεύθυνση 'ifs', χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή, και όχι σε αυτή του e-protocol.

2. Η ηλεκτρονική διεύθυνση 'ifs', αφορά αποκλειστικά την υποβολή των ρυθμιζόμενων πληροφοριών των άρθρων 4,5 και 6 του ν. 3556/2007 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών αποφάσεων (6/448/2007, 7/448/2007) και όχι άλλων υποβαλλόμενων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στοιχείων, όπως πχ πρακτικά γενικών συνελεύσεων, ανακοινώσεις κλπ.

 

Δ)      Λοιπά Θέματα

1. Στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και συγκεκριμένα στην υποσελίδα «Δημοσιεύσεις και Ενημέρωση Κοινού > Μελέτες, Συνέδρια», έχει αναρτηθεί η παρουσίαση «Χρηματοοικονομική πληροφόρηση σύμφωνα με το ν. 3556/2007», που πραγματοποιήθηκε στις 6.2.2008.

2. Οι εκδότες οφείλουν να κοινοποιούν άμεσα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τις μεταβολές των αρμόδιων προσώπων, για την επικοινωνία τους με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τις αλλαγές στις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails).

 

Επισημαίνεται ότι παράληψη τήρησης των υποχρεώσεων των εκδοτών που αναφέρονται στο ν. 3556/2007 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως προς τον τρόπο και χρόνο δημοσιοποίησης και υποβολής στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και την ορθότητα και πληρότητα του περιεχομένου των ρυθμιζόμενων χρηματοοικονομικών πληροφοριών, δύναται να συνιστά παραβατική συμπεριφορά, που επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 21 του ν. 3556/2007.

 

 

  1. Ανακοίνωση ΕΛΤΕ και Ε.Κ. αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις 28.8.2008.

 

Η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ) στο πλαίσιο της τακτικής συνεργασίας τους για την αξιολόγηση της ποιότητας της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, που παρέχεται από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες, διαπίστωσαν σημαντικά σφάλματα στο θέμα της απεικόνισης στις οικονομικές καταστάσεις, του ποσού των φορολογικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται σε φορολογικά ανέλεγκτες διαχειριστικές χρήσεις, καθώς και στον τρόπο αντιμετώπισης των σφαλμάτων αυτών από τους νόμιμους ελεγκτές, κατά τη διατύπωση γνώμης στις Εκθέσεις Ελέγχου τους.

 

Συγκεκριμένα, οι διοικήσεις μεγάλου αριθμού εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών δεν προβαίνουν σε εκτίμηση και λογιστικοποίηση, ως πρόβλεψης της σχετικής χρονικής περιόδου αναφοράς, του ποσού της φορολογικής υποχρέωσης της περιόδου, που θα προκύψει όταν διενεργηθεί ο φορολογικός έλεγχος, οι δε νόμιμοι ελεγκτές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αντιμετωπίζουν, αδιακρίτως, την κατάσταση αυτή, με τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης και όχι διαφοροποιημένης γνώμης (γνώμη με επιφύλαξη, αρνητική γνώμη ή άρνηση έκφρασης γνώμης), περιοριζόμενοι στη διατύπωση σύμφωνης γνώμης με έμφαση.

 

Επισημαίνεται ότι με βάση το ισχύον φορολογικό σύστημα και την πρακτική που ακολουθείται από τις φορολογικές αρχές, προβλέπεται εξαντλητική απαρίθμηση των εκπιπτομένων και μη δαπανών από το φορολογητέο εισόδημα, καθώς και η ανά διετία διενέργεια φορολογικών ελέγχων στις εισηγμένες εταιρείες. Επομένως, μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να τεκμηριωθεί αιτιολογημένα η αβεβαιότητα, που θα δικαιολογούσε αδυναμία διενέργειας εύλογης ποσοτικής πρόβλεψης της φορολογικής υποχρέωσης για την ανέλεγκτη περίοδο.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ανακοινώνεται ότι οι υπηρεσίες της ΕΚ και της ΕΛΤΕ, στο πλαίσιο του εποπτικού τους έργου, θα συνεχίσουν την αξιολόγηση της ποιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης στο θέμα αυτό και στις περιπτώσεις που δεν έχει διενεργηθεί εύλογη πρόβλεψη για το ποσό των φορολογικών υποχρεώσεων των ανέλεγκτων διαχειριστικών περιόδων, θα ζητούν αναλυτικό αιτιολογικό υπόμνημα τόσο από τις διοικήσεις των εταιρειών όσο και από τους νόμιμούς ελεγκτές τους, στις περιπτώσεις που οι τελευταίοι διατυπώνουν σύμφωνη γνώμη με έμφαση.

 

 

  1. Διευκρινήσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς  12.2.2009 «Διευκρινίσεις εφαρμογής των υποχρεώσεων των εκδοτών στο πλαίσιο του ν.3556/2007 (άρθρα 4,5 και 6) και των αποφάσεων 1/434/2007 και 7/448/2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς» (αρ. πρωτ. 595/12.2.2009)

 

 Στο πλαίσιο του ν. 3556/2007 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων 1/434/2007 και 7/448/2007 και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρηθείσες ελλείψεις στις δημοσιοποιημένες χρηματοοικονομικές πληροφορίες, την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της στις οικονομικές καταστάσεις των εταιριών με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών («Εταιρίες»), παρατίθενται διευκρινήσεις και επισημάνσεις που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την ορθή, πλήρη και κατά ενιαίο τρόπο εφαρμογή του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, καθώς και τη διασφάλιση της διαφάνειας. Επισημαίνεται ότι τα θέματα που θίγονται στην παρούσα επιστολή είναι ενδεικτικά και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτουν το σύνολο των υποχρεώσεων των Εταιριών που προκύπτουν από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας και τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΦΠ).

1. Ετήσια και Εξαμηνιαία Έκθεση Διοικητικού Συμβουλίου

 

Η ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 136 του κ.ν.2190/1920 και ειδικότερα για τις Εταιρίες και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2(γ), 6, 7 και 8 του άρθρου 4 του ν.3556/2007 και του άρθρου 2 της Απ.7/448/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επίσης, για τις Εταιρίες η εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν.3556/2007, του άρθρου 4 της Απ.7/448/2007 και του άρθρου 3 της Απ. 1/434/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Από την επισκόπηση των εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων του διοικητικού συμβουλίου των Εταιριών, για τις αντίστοιχες περιόδους που έληξαν την 30/6/2008, διαπιστώθηκε ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εν λόγω εκθέσεις ήταν γενικόλογες, ενίοτε περιληπτικές και δεν παρείχαν το σύνολο της πληροφόρησης με αντικειμενικό και επαρκή τρόπο. Ωστόσο, από το συνδυασμό των διατάξεων του ν. 3556/2007 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, προκύπτει ότι η έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου, όταν περιλαμβάνει ουσιαστική και όχι τυπική πληροφόρηση.

 

Ειδικότερα οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν αφορούν ανά θεματική ενότητα:

Εξέλιξη και επιδόσεις περιόδου αναφοράς

- Παρατίθενται σημαντικά μεγέθη και μεταβολές σε κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων και χρηματοοικονομικοί δείκτες χωρίς να παρέχεται ουσιαστική ανάλυση και πρόσθετες εξηγήσεις.

- Παρατίθεται γενικόλογη αναφορά στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις και στην οικονομική θέση της Εταιρίας, χωρίς να παρέχεται αντικειμενική και ολοκληρωμένη παρουσίαση αυτών, σε συνάρτηση με το μέγεθος και τις ιδιαιτερότητες της Εταιρίας.

 

Σημαντικά γεγονότα

- Στην εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου παρατίθενται επιγραμματικά οι κυριότερες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων ή και τα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο αναφοράς, χωρίς να παρέχεται ουσιαστική και πλήρης αναφορά στις πραγματικές και δυνητικές επιπτώσεις στη χρηματοοικονομική θέση και στις επιδόσεις της Εταιρίας.

-Στις ετήσιες εκθέσεις των διοικητικών συμβουλίων παρατίθενται επιγραμματικά ή δεν παρατίθενται τα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη λήξη της χρήσης και μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης.

 

Εξέλιξη δραστηριοτήτων για το β εξάμηνο της οικονομικής χρήσης

- Στις εξαμηνιαίες εκθέσεις των διοικητικών συμβουλίων δεν περιλαμβάνονταν επαρκείς αναφορές σε ποιοτικού χαρακτήρα στοιχεία και εκτιμήσεις για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων των Εταιριών κατά το δεύτερο εξάμηνο της υπό εξέταση οικονομικής χρήσης.

 

Προβλεπόμενη πορεία και εξέλιξη

- Στις ετήσιες εκθέσεις των διοικητικών συμβουλίων δεν περιλαμβάνονταν επαρκείς αναφορές στην προβλεπόμενη πορεία και εξέλιξη της μητρικής και του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση

 

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

- Παρατίθενται οι ορισμοί για τα είδη των κινδύνων που δύναται να αντιμετωπίσει μια οικονομική οντότητα, καθώς και γενικές αναφορές στα συστήματα παρακολούθησης που η Εταιρία διαθέτει για τη διαχείρισή τους, αντί να αναφέρονται οι ειδικότεροι κίνδυνοι ή αβεβαιότητες που σχετίζονται με την Εταιρία και οι δυνητικές επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική θέση και τις επιδόσεις της.

 

Συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη

- Σύμφωνα με το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, η ετήσια και εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει τις σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ της Εταιρίας και συνδεδεμένων προσώπων (συνδεόμενα μέρη κατά την έννοια του ΔΛΠ 24). Η αναφορά περιλαμβάνει, διακριτά για κάθε συνδεδεμένο πρόσωπο, τουλάχιστον τις συναλλαγές που επηρέασαν ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της Εταιρίας για την περίοδο αναφοράς και τις ανάλογης σημασίας συναλλαγές που μεταβλήθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς. Σα στοιχεία των συναλλαγών με κάθε συνδεδεμένο πρόσωπο, μπορούν να συναθροίζονται, ανάλογα με τη φύση τους (π.χ. εμπορία, παροχή υπηρεσιών, δάνεια, αγοραπωλησίες ακινήτων κλπ), εκτός αν απαιτείται διακριτή παράθεση συγκεκριμένων συναλλαγών λόγω σημαντικότητας. Η επανάληψη στην έκθεση του διοικητικού συμβουλίου του συνόλου των συναλλαγών με τα συνδεδεμένα μέρη, όπως αυτές αναφέρονται στα δημοσιευμένα Στοιχεία και Πληροφορίες ή όπως γνωστοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το ΔΛΠ 24, δεν καλύπτει τις απαιτήσεις πληροφόρησης των ανωτέρω διατάξεων της νομοθεσίας.

 

Ίδιες Μετοχές

- Στις ετήσιες εκθέσεις των διοικητικών συμβουλίων δεν αναφερόταν ο αριθμός και η αξία του συνόλου των ιδίων μετοχών. Επιθυμητό είναι η πληροφόρηση αυτή να συμπληρώνεται με τη χρηματιστηριακή (εύλογη) αξία αυτών των μετοχών στη λήξη της περιόδου αναφοράς.

 

Πληροφορίες της παρ.7 και επεξηγηματική έκθεση της παρ.8 του άρθρου 4 του ν.3556/2007

- Η επεξηγηματική έκθεση της παρ.8 αναφέρεται στις εξελίξεις που σχετίζονται με τις πληροφορίες της παρ.7 του άρθρου 4 του ν.3556/2007 και αφορούν την οικονομική χρήση.

 

2. Αποτιμήσεις ακίνητης περιουσίας (ιδιοχρησιμοποιούμενα & επενδυτικά)

 

Από την επισκόπηση των οικονομικών καταστάσεων προκύπτουν τα ακόλουθα αναφορικά με τις διατάξεις του ΔΛΠ 16 και ΔΛΠ 40:

Καταγράφονται περιπτώσεις που διενεργούνται αποτιμήσεις ακίνητης περιουσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αποτίμηση και προκύπτουν σημαντικές υπεραξίες, χωρίς να επεξηγούνται οι λόγοι που οδήγησαν στις ανατιμήσεις αυτές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μόνο παρατηρείται μείωση των αξιών των ακινήτων στις οικονομικές καταστάσεις.

 

Στην πλειοψηφία των εκθέσεων αποτίμησης ακινήτων υιοθετούνται μέθοδοι προσδιορισμού της εύλογης αξίας διαφορετικές από τη μέθοδο της τιμής αγοράς που προκρίνεται από το ΔΛΠ 40. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 46 έως και 52 του ίδιου προτύπου, η χρήση διαφορετικής μεθόδου από τη μέθοδο της τιμής αγοράς, για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας ενός ακινήτου, επιτρέπεται όταν δεν υπάρχουν τιμές αγοράς.

3. Αποτιμήσεις εταιριών

 

Από την επισκόπηση των οικονομικών καταστάσεων διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα σε ορισμένες περιπτώσεις:

Διενεργούνται αποτιμήσεις συμμετοχών σε μη εισηγμένες εταιρίες με βάση τη λογιστική τους αξία (δηλαδή το ποσοστό συμμετοχής στη λογιστική αξία των καθαρών περιουσιακών τους στοιχείων), εκλαμβάνοντας την αξία αυτή ως εύλογη αξία, σε αντίθεση με την παρ.48Α του ΔΛΠ 39, που προβλέπει τον καθορισμό της εύλογης αξίας με τη χρήση τεχνικών αποτίμησης, στις περιπτώσεις που τα χρηματοοικονομικά μέσα δεν διαπραγματεύονται σε ενεργό αγορά.

Τίθεται θέμα σχετικά με τη λογικότητα των παραδοχών και των οικονομικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται (ταμιακές ροές, προεξοφλητικό επιτόκιο κλπ) σε περιπτώσεις αποτίμησης συμμετοχών με βάση τη μέθοδο της προεξόφλησης ταμιακών ροών. Συναφώς αναφέρονται οι παρ. ΟΕ69-ΟΕ82 του Προσαρτήματος Α του ΔΛΠ 39.

Αποτιμώνται τα διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο κόστος κτήσης και όχι στην εύλογη αξία, χωρίς να αιτιολογείται γιατί δεν είναι εφικτή η αποτίμηση στην εύλογη αξία. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την παρ.46(γ) του ΔΛΠ 39, στο κόστος επιμετρώνται οι επενδύσεις σε συμμετοχικούς τίτλους που δεν έχουν τιμή σε ενεργό αγορά και των οποίων η εύλογη αξία δε μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα.

 

4. Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων

 

Περιορισμένος είναι ο αριθμός των Εταιριών που προβαίνουν σε έλεγχο απομείωσης και σε απομείωση της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων, βάσει του ΔΛΠ 36, αν και διαφαίνεται ότι, η παρούσα διεθνής οικονομική συγκυρία, έχει επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές στην πραγματική αξία των στοιχείων αυτών. Επιπρόσθετα, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

Για τη διενέργεια ελέγχου απομείωσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ενδείξεις που αναφέρονται στις παρ.12-14 του ΔΛΠ 36.

Ο έλεγχος απομείωσης της υπεραξίας πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον ετησίως, αλλά και στις περιπτώσεις που υπάρχει ένδειξη ότι η μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών, στην οποία έχει επιμεριστεί υπεραξία, μπορεί να έχει υποστεί απομείωση (παρ.90). Έμφαση πρέπει να δοθεί στον έλεγχο των υπεραξιών που προέκυψαν από συνενώσεις επιχειρήσεων πριν την παρούσα χρηματοοικονομική κρίση.

Λόγω της παρούσας οικονομικής συγκυρίας πρέπει να εξεταστεί η ενδεχόμενη αναγκαιότητα αναθεώρησης των προβλεπόμενων ταμιακών ροών των Εταιριών που έχουν εκτιμηθεί σε προηγούμενες χρονικές περιόδους (παρ.33-38) και αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία διενεργείται έλεγχος απομείωσης. Σημειώνεται ότι οι προβλεπόμενες ταμιακές ροές πρέπει να στηρίζονται σε επικαιροποιημένες και αιτιολογημένες παραδοχές, οι οποίες ενσωματώνουν χαρακτηριστικά ρίσκου και απόδοσης αντιπροσωπευτικά της παρούσας οικονομικής συγκυρίας.

 

5. Απομείωση της αξίας των απαιτήσεων

 

Σύμφωνα με το ΔΛΠ 39, η οικονομική οντότητα σε κάθε ημερομηνία ισολογισμού αξιολογεί εάν υφίστανται αντικειμενικές αποδείξεις ότι οι απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, έχουν υποστεί απομείωση της αξίας τους (παρ.58-59). Οι Εταιρίες πρέπει να εξετάζουν ενδελεχώς περιπτώσεις όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για απομείωση των απαιτήσεων τους και να προβαίνουν στις γνωστοποιήσεις του ΔΠΦΠ 7.

6. Εξαγορές – συγχωνεύσεις – αποσχίσεις – πωλήσεις

 

α) Για τις συνενώσεις επιχειρήσεων που δεν τελούν υπό κοινό έλεγχο και οι οποίες λογιστικοποιούνται βάσει του ΔΠΦΠ 3, οι αποκλίσεις από τις διατάξεις του προτύπου αφορούσαν κυρίως στα ακόλουθα σημεία:

Προσδιορισμός της ημερομηνίας απόκτησης:

 

Διαπιστώθηκαν περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε δεν γνωστοποιείται η ημερομηνία της απόκτησης (όπως προβλέπεται από την παρ. 67(β) του ΔΠΦΠ 3) είτε η δηλούμενη ημερομηνία διαφέρει από την ημερομηνία κατά την οποία αποκτάται πραγματικά ο έλεγχος (παρ.25 ΔΠΦΠ 3). Συνέπεια των ανωτέρω, τα αποτελέσματα του αποκτώμενου περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις της Εταιρίας για διαφορετική χρονική περίοδο από αυτή που θα προέκυπτε με βάση την ορθή ημερομηνία απόκτησης.

Προσδιορισμός εύλογων αξίων

 

Σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο κατά την επιμέτρηση του κόστους της, όσο και κατά την αναγνώριση των περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και ενδεχόμενων υποχρεώσεων του αποκτώμενου κατά την ημερομηνία της απόκτησης, παρατηρήθηκε ότι:

- είτε δεν γνωστοποιούνται οι εύλογες αξίες των στοιχείων αυτών,

- είτε χρησιμοποιούνται αξίες, που προκύπτουν από άλλες μεθόδους αποτίμησης,

- είτε χρησιμοποιούνται οι λογιστικές αξίες,

 

χωρίς ωστόσο να γνωστοποιούνται οι λόγοι που καθιστούν μη εφικτό τον προσδιορισμό των εύλογων αξιών (παρ. 67(στ)). Επιπλέον, όταν εκδίδονται συμμετοχικοί τίτλοι, ως μέρος του κόστους της συνένωσης, για τους οποίους υπάρχουν τιμές σε ενεργό αγορά, σε ορισμένες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούνται οι τιμές αυτές, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, καθώς και το συνολικό ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας που αποδόθηκε στους συμμετοχικούς τίτλους και της αγοραίας τιμής τους (παρ. 67(δii) του ΔΠΦΠ 3).

Επιμερισμός της υπεραξίας σε μονάδες δημιουργίας ταμιακών ροών

 

Σε περίπτωση εταιρικών συνενώσεων κατά τις οποίες προκύπτει υπεραξία, απαιτείται να επιμερίζεται στις μονάδες δημιουργίας ταμιακών ροών του αποκτώντος που αναμένεται να ωφεληθούν από τις συνέργειες της συνένωσης και στις οικονομικές καταστάσεις πρέπει να περιλαμβάνεται σχετική γνωστοποίηση (παρ.134(α), 135 ΔΛΠ 36). Εφιστάται η προσοχή στο ενδεχόμενο να απαιτηθεί ανακατανομή της υπεραξίας στις μονάδες δημιουργίας ταμιακών ροών εξαιτίας της πρώτης εφαρμογής του ΔΠΦΠ 8 «Λειτουργικοί τομείς» (παρ.87 ΔΛΠ 36).

Λοιπές γνωστοποιήσεις

 

Διαπιστώνονται συχνά ελλείψεις -τόσο στις ενδιάμεσες όσο και στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις- αναφορικά με τις προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις του ΔΠΦΠ 3 (παρ. 66-77). β) Συνενώσεις επιχειρήσεων που τελούν υπό κοινό έλεγχο Στις περιπτώσεις αυτές, που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του υπάρχοντος ΔΠΦΠ 3, συχνά δεν γνωστοποιείται (ή γνωστοποιείται ελλιπώς), η μέθοδος που εφαρμόστηκε για τη λογιστικοποίηση των συνενώσεων. Στις δε περιπτώσεις που οι Εταιρίες επέλεξαν να εφαρμόσουν τη μέθοδο συνένωσης συμφερόντων, διαπιστώνονται ελλείψεις κυρίως λόγω μη αναδρομικής εφαρμογής της, δηλαδή για τις συγκριτικά παρουσιαζόμενες περιόδους αναφοράς. γ) Αποσχίσεις – πωλήσεις (ΔΠΦΠ 5)

Γνωστοποιήσεις για τον αποσχιζόμενο κλάδο ή την πωλούμενη εταιρία

 

Συχνά παρατηρείται ότι ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κατάταξη και παρουσίαση των περιουσιακών στοιχείων και αποτελεσμάτων της πωλούμενης θυγατρικής / συγγενούς εταιρίας ή της αποσχιζόμενης δραστηριότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΔΠΦΠ 5, δηλαδή ως (μη κυκλοφορούντα) περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για πώληση ή και ως διακοπείσες δραστηριότητες, δεν παρατίθενται οι προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις (παρ. 30-36 του ΔΠΦΠ 5), για την κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων στην πωλήτρια μητρική εταιρία ή στον όμιλο αυτής.

7. Ενοποιήσεις εταιριών (θυγατρικών & συγγενών)

Γνωστοποιήσεις ΔΛΠ 27

 

Οι ελλείψεις που παρατηρούνται στις εν λόγω γνωστοποιήσεις συνοψίζονται στα εξής: α) ενοποιούνται εταιρίες στις οποίες δεν κατέχεται πλειοψηφικό ποσοστό, χωρίς να επεξηγείται πώς τεκμαίρεται ο έλεγχος, ή και αντίστροφα, β) δεν ενοποιούνται, ή ενσωματώνονται με την μέθοδο της καθαρής θέσης, εταιρίες με ποσοστό συμμετοχής άνω του 50%, χωρίς να παρατίθεται σχετική τεκμηρίωση (παρ.40(δ)), γ) δε γνωστοποιείται η μέθοδος αποτίμησης των συμμετοχών σε θυγατρικές εταιρίες, στις οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας (παρ.42(γ)).

Γνωστοποιήσεις ΔΛΠ 28

 

Οι ελλείψεις αφορούν τις επενδύσεις σε συγγενείς εταιρίες. Ειδικότερα, στις σημειώσεις συχνά δεν παρατίθεται περιληπτική χρηματοοικονομική πληροφόρηση, όπου αναφέρονται τα συνολικά ποσά των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων και του κέρδους ή ζημιάς (παρ.37(Β)). Επιπρόσθετα, δε γνωστοποιείται η μέθοδος αποτίμησης των συμμετοχών σε συγγενείς εταιρίες (παρ.35).

8. Αλλαγή λογιστικής πολιτικής ή εκτίμησης και διόρθωση λάθους

Σο ΔΛΠ 8 εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα από τις Εταιρίες. Καθόσον η χρησιμοποίησή του για λόγους γνωστοποιήσεων είναι απόρροια αλλαγών στη λογιστική απεικόνιση οικονομικών μεγεθών της Εταιρίας, συνιστάται να ακολουθούνται πλήρως οι διατάξεις του. Αποκλίσεις ορθής εφαρμογής που έχουν διαπιστωθεί αφορούν:

Αλλαγή λογιστικής εκτίμησης κατά την οποία η επίδραση αναγνωρίστηκε αναδρομικά και όχι μελλοντικά, όπως προβλέπεται από την παρ.36.

Αναμόρφωση των συγκριτικών κονδυλίων χωρίς να αναφέρεται ότι πραγματοποιείται με βάση το ΔΛΠ 8 και χωρίς να παρέχονται οι σχετικές γνωστοποιήσεις (παρ.28-29, ή 39-40, ή 49).

Μη παράθεση των προαναφερόμενων αναμορφώσεων των συγκριτικών στοιχείων και στα δημοσιευμένα στον τύπο Στοιχεία και Πληροφορίες σύμφωνα με την απόφαση 6/448/11.10.2007 παρ.(β) και την εγκύκλιο 34/24.1.2008 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

9. Γνωστοποιήσεις για τα χρηματοοικονομικά μέσα

 

Από την επισκόπηση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του 2007 -χρήση κατά την οποία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το ΔΠΦΠ 7- προέκυψαν σημαντικές ελλείψεις πληροφόρησης. Δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας της σχετικής αποκάλυψης πληροφοριών για την έκθεση των Εταιριών σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους, κυρίως σε περιόδους οικονομικής αστάθειας όπως η τρέχουσα περίοδος, εφιστάται η προσοχή στη βελτίωση των παρεχόμενων γνωστοποιήσεων, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: i. Περιγραφή της φύσης και του βαθμού έκθεσης της Εταιρίας σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους (πιστωτικός, ρευστότητας, αγοράς κλπ), καθώς και της πολιτικής διαχείρισης αυτών των κινδύνων. ii. Ποσοτικά στοιχεία αναφορικά με τα είδη των κινδύνων στα οποία εκτίθεται η Εταιρία και ειδικότερα:

- Σον κίνδυνο ρευστότητας, μέσω ανάλυσης της ληκτότητας των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, καθώς και του τρόπου διαχείρισης του κινδύνου που συνεπάγεται η ικανοποίηση των υποχρεώσεων αυτών.

- Σον πιστωτικό κίνδυνο, μέσω ποσοτικής ανάλυσης στις σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων της Εταιρίας, των απαιτήσεων του σε α) μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, β) ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και γ) απομειωμένες απαιτήσεις.

- Σον κίνδυνο αγοράς, μέσω ανάλυσης ευαισθησίας για κάθε είδος κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένη η Εταιρία κατά την ημερομηνία αναφοράς, που δείχνει τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στα ίδια κεφάλαιά της.

 

iii. Λοιπές γνωστοποιήσεις, όπως ενδεικτικά: - η εύλογη αξία για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων κατά τρόπο που να επιτρέπεται η σύγκριση με τη λογιστική τους αξία, καθώς και ειδικότερες πληροφορίες όπως οι μέθοδοι και οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των εύλογων αυτών αξιών (παρ. 25-30) και - η γνωστοποίηση των κερδών/ζημιών αποτίμησης/πώλησης, των εσόδων/εξόδων τόκων και λοιπών χρηματοοικονομικών εσόδων/εξόδων, που καταχωρήθηκαν στα αποτελέσματα και αφορούν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που αποτιμώνται στην εύλογη αξία, με ιδιαίτερη αναφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

10. Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων – Κατάταξη υποχρεώσεων σε

 

βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες Οι μακροπρόθεσμες συμφωνίες δανεισμού συχνά περιλαμβάνουν δεσμευτικούς όρους για το δανειζόμενο ως προς την επίτευξη ενός ή περισσότερων δεικτών. Η αθέτηση των εν λόγω δεσμεύσεων καθιστά ενδεχομένως την υποχρέωση άμεσα εξοφλήσιμη. Σύμφωνα με την παράγραφο 65 του ΔΛΠ 1, όταν μία οικονομική οντότητα αθετεί μία δέσμευση που απορρέει από μακροπρόθεσμη σύμβαση δανεισμού την ή πριν από την ημερομηνία ισολογισμού ώστε η υποχρέωση να καθίσταται αμέσως εξοφλήσιμη, η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη. Επισημαίνεται δε ότι, ακόμη και αν ο δανειστής συμφωνήσει να παράσχει περίοδο χάριτος και η εν λόγω συμφωνία λάβει χώρα μεταξύ της ημερομηνίας του ισολογισμού και της ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων, η υποχρέωση θα πρέπει να καταχωρηθεί ως βραχυπρόθεσμη (παρ.66 ΔΛΠ 1). Αναφορικά με τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας με τον πιστωτή, η εταιρία θα πρέπει να παραθέσει σχετική γνωστοποίηση βάσει του ΔΛΠ 10, ως μη διορθωτικό γεγονός μεταγενέστερο της ημερομηνίας ισολογισμού (παρ.67 ΔΛΠ 1).

 

11. Φορολογικά θέματα α) Λογιστικοποίηση της επίδρασης από τη μείωση φορολογικού συντελεστή στην αναβαλλόμενη φορολογία Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν.3697/25.9.2008, ο φορολογικός συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται ο φόρος επί των κερδών των εταιριών, μειώνεται σταδιακά κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος, από το έτος 2010 μέχρι και το έτος 2014. Σο έτος 2014 ο φορολογικός συντελεστής θα ανέρχεται σε 20%. ΢την παράγραφο 48 του ΔΛΠ 12 αναφέρεται: «Οι τρέχουσες και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις επιμετρώνται συνήθως με τη χρήση φορολογικών συντελεστών (και φορολογικών νόμων) που έχουν θεσπιστεί. Όμως, σε μερικές δικαιοδοσίες, ανακοινώσεις των φορολογικών συντελεστών (και φορολογικών νόμων) από την κυβέρνηση έχουν την ουσιαστική επίδραση της πραγματικής θέσπισης, η οποία μπορεί να ακολουθεί την ανακοίνωση σε περίοδο μερικών μηνών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις επιμετρώνται με τη χρήση του ανακοινωθέντος φορολογικού συντελεστή (και φορολογικών νόμων).» Από την επισκόπηση των ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων της περιόδου που έληξε την 30.9.2008 προέκυψε ότι μόνο 22 Εταιρίες (δηλ. το 7,5% περίπου των εισηγμένων εταιριών) έκαναν χρήση των διατάξεων της παρ.48 του ΔΛΠ 12, προέβησαν δηλαδή σε επανυπολογισμό των αναβαλλόμενων φόρων με βάση τους νέους φορολογικούς συντελεστές και σε καταχώρηση της σχετικής επίδρασης από τη μείωσή τους στις οικονομικές καταστάσεις. Είναι, επομένως, προφανές ότι, οι αναβαλλόμενοι φόροι πρέπει να επιμετρηθούν βάσει των νέων φορολογικών συντελεστών και να λογιστικοποιηθούν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του 2008. Στις περιπτώσεις δε που η εν λόγω επίδραση είναι σημαντική πρέπει να γνωστοποιηθεί . β) Προβλέψεις για τις ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις Ορισμένες Εταιρίες δε διενεργούν προβλέψεις για τις ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις με την αιτιολογία ότι δεν είναι εφικτή η αξιόπιστη εκτίμηση της έκβασης του φορολογικού ελέγχου, ενώ αρκετές εταιρίες διενεργούν ανεπαρκείς προβλέψεις, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Συνεπεία των ανωτέρω, με την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου, προκύπτουν σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια, τα αποτελέσματα της χρήσης κατά την οποία οριστικοποιούνται τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου να επιβαρύνονται σημαντικά από πρόσθετους φόρους, προσαυξήσεις και πρόστιμα που αφορούν προηγούμενες χρήσεις. Επιπλέον, τα δημοσιευθέντα αποτελέσματα των χρήσεων, που αφορά ο φορολογικός έλεγχος και έχει λάβει υπόψη του το επενδυτικό κοινό για να αξιολογήσει, με εμπεριστατωμένο τρόπο, την οικονομική κατάσταση των Εταιριών, διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η ΕΛΣΕ σε συνεργασία με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προέβησαν σε σχετική ανακοίνωση (28.8.2008), που αναφέρει ότι με βάση το ισχύον φορολογικό σύστημα, προβλέπεται εξαντλητική απαρίθμηση των εκπιπτόμενων και μη δαπανών από το φορολογητέο εισόδημα, καθώς και η ανά διετία διενέργεια φορολογικών ελέγχων στις Εταιρίες. Επομένως, μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να τεκμηριωθεί αιτιολογημένα η αβεβαιότητα, που θα δικαιολογούσε αδυναμία διενέργειας εύλογης ποσοτικής πρόβλεψης. Στις περιπτώσεις που δεν έχει διενεργηθεί εύλογη πρόβλεψη για τις ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις, η ΕΛΣΕ και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα ζητούν αναλυτικό αιτιολογικό υπόμνημα τόσο από τις διοικήσεις των Εταιριών, όσο και από τους νόμιμους ελεγκτές τους, εφόσον οι τελευταίοι διατυπώνουν σύμφωνη γνώμη με θέμα έμφασης.

 

γ) Γνωστοποιήσεις και λοιπά φορολογικά θέματα Μέρος των Εταιριών δεν περιλαμβάνει στις οικονομικές καταστάσεις το σύνολο των γνωστοποιήσεων που προβλέπονται από το ΔΛΠ 12 (παρ.79-88), ορισμένες δε περιορίζονται μόνο στην παράθεση της ανάλυσης του κονδυλίου του φόρου, που καταγράφεται στην κατάσταση αποτελεσμάτων, σε τρέχοντα και σε αναβαλλόμενο φόρο. Στις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις συχνά δεν παρατίθεται ούτε καν σχετική σημείωση, έστω και αν σημειώνεται σημαντική μεταβολή στα αντίστοιχα κονδύλια του ισολογισμού ή της κατάστασης αποτελεσμάτων. Επιπλέον, σημειώνονται και οι ακόλουθες αποκλίσεις που έχουν παρατηρηθεί:

Συμψηφισμός αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων χωρίς να πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται από το ΔΛΠ 12 παρ.74-76.

Αναγνώριση αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης από εταιρίες με ιστορικό πρόσφατων ζημιών χωρίς να τεκμηριώνεται ότι θα υπάρξουν μελλοντικά φορολογητέα κέρδη έναντι των οποίων θα χρησιμοποιηθούν οι αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημιές. Κατά την έκταση που δεν αναμένεται ότι θα υπάρξουν φορολογητέες προσωρινές διαφορές ή φορολογητέο κέρδος έναντι του οποίου οι αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημίες ή οι αχρησιμοποίητοι πιστωτικοί φόροι μπορεί να χρησιμοποιηθούν, δεν καταχωρείται αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (παρ.34-37, 82).

 

12. Χρόνος δημοσιοποίησης των οικονομικών καταστάσεων

 

Στο πλαίσιο του άρθρου 4 (παρ.3), 5 (παρ.5) και 6 (παρ.4) του ν. 3556/2007 αναφορικά με την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων / οικονομικών εκθέσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας, επισημαίνεται ότι οι Εταιρίες οφείλουν να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε να εξασφαλίζεται η δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων χωρίς υπαίτια βραδύτητα και πάντως σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα από την έγκρισή τους από το Διοικητικό Συμβούλιο. Σε σχέση με τα ανωτέρω, οι Εταιρίες πρέπει να ενημερώσουν εγγράφως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους ότι τυχόν καθυστέρηση δημοσιοποίησης των οικονομικών καταστάσεων σε σχέση με την ημερομηνία έγκρισής τους από το Διοικητικό Συμβούλιο, δύναται να εκθέσει την εταιρία, τα στελέχη της που έχουν γνώση των οικονομικών καταστάσεων / οικονομικών εκθέσεων, καθώς και τους ίδιους σε κίνδυνο να κατηγορηθούν για κατάχρηση προνομιακής πληροφόρησης. Παρακαλούμε όπως οι Εταιρίες επιβεβαιώσουν εγγράφως, με σχετική επιστολή προς τη Διεύθυνσή μας (υπεύθυνη: κα Χωματά – τηλ.: 210 3377224), ότι προέβησαν στην ως άνω ενημέρωση των μελών του Διοικητικού τους Συμβουλίου. Τέλος, παρακαλούμε βρείτε συνημμένα την Κοινή Υπουργική Απόφαση 11365/16.12.2008 «Δημοσιευόμενα Στοιχεία και Πληροφορίες των Εταιριών που συντάσσουν Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ)» (ΦΕΚ B΄ 27/7.1.2009), που ισχύει για χρήσεις που λήγουν μετά την 30.12.2008. Από την έναρξη ισχύος της εν λόγω απόφασης καταργείται η υπ' αριθ. 6511/172/10-1-2006 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β΄ 237/23.2.2006).


 
  1. Διευκρινίσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν τα ετήσια οικονομικά μεγέθη (12.2.2010)

 

Στο πλαίσιο ερωτημάτων εταιριών με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αναφορικά με το περιεχόμενο των στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν τα ετήσια οικονομικά μεγέθη και δημοσιεύονται, σας επισημαίνουμε τα κάτωθι:

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 της Κοινής Υπουργικής Απόφασης Κ2-11365/16.12.2008 (εφεξής «ΚΥΑ»): «2. Οι Εταιρίες μπορούν να παρεκκλίνουν από το περιεχόμενο των .... υποδειγμάτων ... εάν, αποδεδειγμένα, οι υιοθετούμενες αποκλίσεις υποβοηθούν τον αναγνώστη στο να κατανοήσει πληρέστερα τα παρατιθέμενα στοιχεία. Οι επιτρεπόμενες αποκλίσεις δεν περιλαμβάνουν τη μη παράθεση των προδιαγραφόμενων στοιχείων, εκτός αν τα παραλειπόμενα (ή συγχωνευόμενα) στοιχεία είναι επουσιώδη. Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου η παράθεση πρόσθετων στοιχείων είναι αναγκαία για την αποφυγή δημιουργίας εσφαλμένων ή παραπλανητικών εντυπώσεων, η παράλειψη των πρόσθετων αυτών στοιχείων δεν είναι επιτρεπτή». Επιπλέον, στην εισαγωγή των υποδειγμάτων της ΚΥΑ αναφέρεται: «Γα .. στοιχεία και πληροφορίες, που προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις...»

 

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η ΚΥΑ προβλέπει απόκλιση από τα υποδείγματά της, εφόσον τα κονδύλια που περιλαμβάνονται στα δημοσιευμένα στοιχεία και πληροφορίες προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των ΔΠΧΑ (παρ 4, άρθρο 135 του ν.2190/1920), όπως εκάστοτε ισχύουν. Με βάση τα παραπάνω, οι προσθήκες στην απόφαση 4/507/28.4.2009 του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, βάσει του αναθεωρημένου ΔΛΠ 1, θεωρούμε ότι δύναται να εφαρμοστούν και στα στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, όπως αυτά ορίζονται στην

ΚΥΑ.

 

Σε κάθε περίπτωση αρμόδια Υπηρεσία για τυχόν ερωτήματα και διευκρινήσεις επί της ΚΥΑ είναι το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας

 

 

  1. 31.5.2010 Γνωστοποίηση της έκτακτης εισφοράς του άρθρου 5 του ν. 3845/2010 στις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις της περιόδου που έληξε 31.3.2010 (αρ. πρωτ. 2172/31.5.2010)

 

Με το άρθρο 5 του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α'65/6.5.2010), επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης, στο συνολικό καθαρό εισόδημα των νομικών προσώπων, του οικονομικού έτους 2010, εφόσον το εισόδημα αυτό υπερβαίνει τα εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΔΛΠ 10, το εν λόγω γεγονός είναι μεταγενέστερο μη διορθωτικό της περιόδου αναφοράς που έληξε την 31.3.2010. Ως εκ τούτου δεν λογιστικοποιείται στα αποτελέσματα του α τριμήνου 2010, αλλά γνωστοποιείται, περιγραφικά και ποσοτικά, στις σημειώσεις των τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την παρ. 21 του ΔΛΠ 10.

Καλούνται οι εταιρίες οι οποίες δεν έχουν προβεί στις ανωτέρω γνωστοποιήσεις στις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις που δημοσιοποίησαν για την περίοδο που έληξε την 31.3.2010, να προβούν άμεσα σε σχετική ενημέρωση του επενδυτικού κοινού με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 21 του ν.3556/2007.

 

 

  1. Ερώτημα αναφορικά με την υπαγωγή των χρηματοοικονομικών συμβάσεων επί διαφορών στις υποχρεώσεις γνωστοποίησης του ν. 3556/2007 (4.4.2011)

 

Σε συνέχεια σχετικού ερωτήματος, το οποίο τυγχάνει γενικότερου ενδιαφέροντος σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Δοθέντος ότι οι χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (Contracts For Differences -CFDs) δεν έχουν ως συνέπεια την μεταβίβαση δικαιωμάτων ψήφου ή το δικαίωμα απαίτησης να αποδοθούν οι υποκείμενοι τίτλοι στη λήξη τους, δεν εμπίπτουν στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 11 του ν. 3556/2007 το οποίο ενσωμάτωσε το άρθρο 13 της Οδηγίας για τη Διαφάνεια (2004/109/ΕΚ). Ως εκ τούτου δεν αθροίζονται με τυχόν συμμετοχή που κατέχεται απευθείας (άρθρο 9 του ν. 3556/07) ή εμμέσως (άρθρο 10,11 του ίδιου νόμου).

Ωστόσο, δοθέντος ότι οι ως άνω συμβάσεις ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την έμμεση επιρροή που ασκεί ο δικαιούχος των συμβάσεων επί των υποκείμενων τίτλων, η σύναψη και κατοχή των χρηματοοικονομικών συμβάσεων επί διαφορών πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στις ενημερώσεις σημαντικών συμμετοχών στο ειδικότερο πεδίο «10» «πρόσθετες πληροφορίες» του υποδείγματος γνωστοποίησης TR 1.

 

 

  1. Ανακοίνωση - περί απαλλαγής μητρικών απαλλασσομένων ειδικών διαπραγματευτών.

 

Σε συνέχεια σχετικού ερωτήματος, το οποίο τυγχάνει γενικότερου ενδιαφέροντος, διευκρινίζεται ότι όταν εξετάζεται συμμετοχή μητρικής εταιρίας, βάσει του άρθρου 9 παρ. 6 του ν. 3556/2007, δεν αθροίζεται στη συμμετοχή της η συμμετοχή ελεγχομένης επιχείρησης της, όταν η τελευταία αποτελεί ειδικό διαπραγματευτή που υπάγεται στην εξαίρεση του άρθρου 12 παρ. 1 (γ) του ν. 3556/2007.

 

  1. 21.10.2011 «Αναταξινόμηση μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων σε βραχυπρόθεσμες στις περιπτώσεις αθέτησης όρων μακροπρόθεσμων δανειακών συμβάσεων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 74 του ΔΛΠ 1»

 

 

H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνοντας υπόψη ότι:

 

από επισκόπηση των οικονομικών καταστάσεων των εισηγμένων εταιριών, για την περίοδο που έληξε στις 30 Ιουνίου 2011, διαπιστώθηκε ότι υπήρξαν περιπτώσεις εταιριών οι οποίες, παρότι την ημερομηνία αναφοράς δεν πληρούσαν τους όρους των μακροπρόθεσμων συμφωνιών δανεισμού τους (συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης τήρησης των προβλεπόμενων στις δανειακές συμβάσεις χρηματοοικονομικών δεικτών) και δεν είχαν λάβει περίοδο χάριτος ή σχετική επιστολή «παραίτησης» από το δικαίωμα που έχουν οι τράπεζες/πιστωτές να απαιτήσουν την πλήρη αποπληρωμή των δανείων, δεν προέβησαν σε αναταξινόμηση των εν λόγω υποχρεώσεων από μακροπρόθεσμες σε βραχυπρόθεσμες, όπως ορίζεται από την παράγραφο 74 του ΔΛΠ 1, προβαίνει στην παρούσα ανακοίνωση με σκοπό να επιστήσει την προσοχή των εισηγμένων εταιριών στην ορθή εφαρμογή των παραγράφων 74 και 75 του ΔΛΠ 1.

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 74 του ΔΛΠ 1 «στην περίπτωση αθέτησης ενός όρου μιας μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού στο τέλος ή πριν το τέλος της περιόδου αναφοράς ώστε η υποχρέωση να καθίσταται πληρωτέα κατ' απαίτηση, η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη, έστω και αν ο δανειστής είχε συμφωνήσει, μετά την περίοδο αναφοράς και πριν την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων για έκδοση, να μην απαιτήσει την πληρωμή εξαιτίας της αθέτησης. Μια οικονομική οντότητα κατατάσσει την υποχρέωση ως βραχυπρόθεσμη επειδή, στο τέλος της περιόδου αναφοράς, δεν κατείχε ανεπιφύλακτο δικαίωμα αναβολής του διακανονισμού για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία αυτή».

Σύμφωνα δε με την παράγραφο 75 του ΔΛΠ 1 «η υποχρέωση κατατάσσεται ως μακροπρόθεσμη αν ο δανειστής συμφώνησε στο τέλος της περιόδου αναφοράς να παράσχει περίοδο χάριτος που λήγει τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς, στη διάρκεια της οποίας η οικονομική οντότητα μπορεί να αποκαταστήσει την αθέτηση και κατά τη διάρκεια της οποίας ο δανειστής δεν δύναται να απαιτήσει την άμεση εξόφληση».


 
  1.  7.6.2013 «Διευκρινίσεις αναφορικά με τους τίτλους παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών (warrants) του ν.3864/2010, ως ισχύει, στο πλαίσιο του ν.3461/2006 ως ισχύει, για τις δημόσιες προτάσεις και του ν.3556/2007 ως ισχύει, για τις προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά».

 

Σε σχέση με το ακόλουθο θέμα, το οποίο τυγχάνει γενικότερου ενδιαφέροντος σημειώνουμε τα εξής:

Α. Η απόκτηση των τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών (warrants) του ν.3864/2010, όπως περιγράφονται στο νόμο και την ΠΥΣ 38/9.11.2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει δικαιώματα ψήφου για την εφαρμογή του άρθρου 7 του ν.3461/2006.

Εν προκειμένω το δικαίωμα ψήφου αποκτάται με την άσκηση του δικαιώματος αγοράς και τη συνακόλουθη μεταβίβαση των υποκείμενων μετοχών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).

Β. Η απόκτηση των τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών (warrants) του ν.3864/2010, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 11 παρ.1 του ν. 3556/2007

 

 

1. Εισαγωγή

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας - Πρώτη Επισκόπηση – Δεκέμβριος 2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, συνέταξαν το παρόν έγγραφο το οποίο παρέχει οδηγίες βέλτιστων πρακτικών αναφορικά με τις γνωστοποιήσεις των τραπεζών για τα Δάνεια και Απαιτήσεις από πελάτες (εφεξής «Οδηγίες»).

Ειδικότερα, στο παρόν έγγραφο περιλαμβάνονται αναλυτικές οδηγίες αναφορικά με τις πληροφορίες που οι τράπεζες οφείλουν να γνωστοποιούν στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, τις προβλέψεις απομείωσης και την αναγνώριση των εσόδων από Δ&Α.

Επισημαίνεται, ότι τα Δ.Π.Χ.Α. εκδίδονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και η Επιτροπή Διερμηνειών των Δ.Π.Χ.Α. είναι αποκλειστικά αρμόδια για να παρέχει καθοδήγηση για την εφαρμογή τους. Συνεπώς, οι Οδηγίες δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σχετικά με τα Δ.Π.Χ.Α., αλλά αποσκοπούν στο να βοηθήσουν τους εκδότες (Τράπεζες) στη γνωστοποίηση πληροφοριών στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, οι οποίες να αντανακλούν διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.

Η Ε.Κ. και η Τ.τ.Ε. θεωρούν ότι μέσω της εφαρμογής των εμπλουτισμένων γνωστοποιήσεων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω Οδηγίες, θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην αγορά προς τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.

 

1.1. Σκοπός οδηγιών – Κύρια Σημεία

 

Σκοπός των Οδηγιών είναι η δημιουργία μιας σειράς ποιοτικών και ποσοτικών γνωστοποιήσεων τις οποίες οι τράπεζες αναμένεται να υιοθετήσουν και οι οποίες έχουν ως στόχο:

i. να παρέχουν ένα λεπτομερές σύνολο πληροφοριών με βάση τις διατάξεις των Δ.Π.Χ.Α., προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων των τραπεζών και να προαχθεί η κατανόηση των χρηστών ως προς την έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο, καθώς και την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και

ii. να βελτιώσουν τις γνωστοποιήσεις σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών μέσω της παροχής πληροφοριών για τις παραχωρήσεις που χορηγούνται σε δανειολήπτες λόγω οικονομικών δυσχερειών (Μέτρα Ρύθμισης Δανείων).

 

Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, οι παρούσες Οδηγίες επικεντρώνονται κυρίως στα ακόλουθα:

μεθοδολογία αξιολόγησης προβλέψεων απομείωσης (αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης, υπολογισμός απομείωσης, βασικές παραδοχές και κρίσεις της Διοίκησης),

ρυθμισμένα δάνεια και σχετικές γνωστοποιήσεις,

 

  1. 9.2013. «Οδηγίες αναφορικά με τις γνωστοποιήσεις των τραπεζών για την έκθεση τους σε πιστωτικό κίνδυνο από τα δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες»

 

 

 1. Εισαγωγή

 

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας - Πρώτη Επισκόπηση – Δεκέμβριος 2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, συνέταξαν το παρόν έγγραφο το οποίο παρέχει οδηγίες βέλτιστων πρακτικών αναφορικά με τις γνωστοποιήσεις των τραπεζών για τα Δάνεια και Απαιτήσεις από πελάτες (εφεξής «Οδηγίες»).

Ειδικότερα, στο παρόν έγγραφο περιλαμβάνονται αναλυτικές οδηγίες αναφορικά με τις πληροφορίες που οι τράπεζες οφείλουν να γνωστοποιούν στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, τις προβλέψεις απομείωσης και την αναγνώριση των εσόδων από Δ&Α.

Επισημαίνεται, ότι τα Δ.Π.Χ.Α. εκδίδονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και η Επιτροπή Διερμηνειών των Δ.Π.Χ.Α. είναι αποκλειστικά αρμόδια για να παρέχει καθοδήγηση για την εφαρμογή τους. Συνεπώς, οι Οδηγίες δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σχετικά με τα Δ.Π.Χ.Α., αλλά αποσκοπούν στο να βοηθήσουν τους εκδότες (Τράπεζες) στη γνωστοποίηση πληροφοριών στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, οι οποίες να αντανακλούν διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.

Η Ε.Κ. και η Τ.τ.Ε. θεωρούν ότι μέσω της εφαρμογής των εμπλουτισμένων γνωστοποιήσεων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω Οδηγίες, θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην αγορά προς τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.

 

1.1. Σκοπός οδηγιών – Κύρια Σημεία

 

Σκοπός των Οδηγιών είναι η δημιουργία μιας σειράς ποιοτικών και ποσοτικών γνωστοποιήσεων τις οποίες οι τράπεζες αναμένεται να υιοθετήσουν και οι οποίες έχουν ως στόχο:

i. να παρέχουν ένα λεπτομερές σύνολο πληροφοριών με βάση τις διατάξεις των Δ.Π.Χ.Α., προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων των τραπεζών και να προαχθεί η κατανόηση των χρηστών ως προς την έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο, καθώς και την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και

ii. να βελτιώσουν τις γνωστοποιήσεις σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών μέσω της παροχής πληροφοριών για τις παραχωρήσεις που χορηγούνται σε δανειολήπτες λόγω οικονομικών δυσχερειών (Μέτρα Ρύθμισης Δανείων).

 

Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, οι παρούσες Οδηγίες επικεντρώνονται κυρίως στα ακόλουθα:

 μεθοδολογία αξιολόγησης προβλέψεων απομείωσης (αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης, υπολογισμός απομείωσης, βασικές παραδοχές και κρίσεις της Διοίκησης),

 ρυθμισμένα δάνεια και σχετικές γνωστοποιήσεις,

 αναγνώριση εσόδων από απομειωμένα δάνεια και

 αποτίμηση των εξασφαλίσεων.

 

1.2. Εφαρμογή των Οδηγιών

 

Οι εν λόγω Οδηγίες ισχύουν για όλες τις τράπεζες, οι κινητές αξίες των οποίων έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, με καταστατική έδρα την Ελλάδα, καθώς και για όλες τις άλλες τράπεζες με έδρα την Ελλάδα που συντάσσουν ετήσιες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.. Επίσης, οι εν λόγω Οδηγίες έχουν εφαρμογή και στις συνεταιριστικές τράπεζες.

Η Ε.K. και η Τ.τ.Ε. αναμένουν οι τράπεζες να περιλάβουν τόσο τις ποιοτικές όσο και τις ποσοτικές γνωστοποιήσεις που περιέχονται στο παρόν, στις ετήσιες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της χρήσης του 2013. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την εκτεταμένη αναδιάρθρωση που έλαβε χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά το τελευταίο έτος, η E.K. και η Τ.τ.Ε. αναγνωρίζουν ότι οι τράπεζες μπορεί να μην είναι σε θέση να παράσχουν το σύνολο των γνωστοποιήσεων που περιλαμβάνονται στις Οδηγίες για τη χρήση 2013 καθώς και τα συγκριτικά στοιχεία για τη χρήση 2012, με εξαίρεση τις γνωστοποιήσεις της ενότητας 5.3. «Ρυθμίσεις Δανείων», στις οποίες οι τράπεζες πρέπει να συμμορφωθούν πλήρως σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΑΚΑΑ «Πρακτικές ρυθμίσεων δανείων στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α." η οποία δημοσιοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 2012. Συνεπώς, οι προτεινόμενες γνωστοποιήσεις αναμένεται να περιληφθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό στις οικονομικές καταστάσεις της χρήσεως 2013. Σε περίπτωση μη πλήρους συμμόρφωσης, οι τράπεζες καλούνται να γνωστοποιούν τους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η εφαρμογή τους.

Οι Οδηγίες πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της σημαντικότητας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ορισμένες πληροφορίες ίσως να μην παρέχονται, ή ορισμένοι πίνακες να μη χρησιμοποιούνται ή να χρησιμοποιούνται μόνο για ορισμένα χαρτοφυλάκια, όταν οι πληροφορίες αυτές αφορούν μη σημαντικό στοιχείο για τον εκδότη.

Σε κάθε περίπτωση, οι Οδηγίες αναμένεται να εφαρμοστούν πλήρως και να περιληφθούν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της χρήσης 2014 με όλα τα συγκριτικά στοιχεία.

Η Ε.K. και η Τ.τ.Ε. αναμένουν ότι μέσω των Οδηγιών, η ποιότητα των γνωστοποιήσεων των οικονομικών καταστάσεων του 2013, θα βελτιωθεί και παρά το γεγονός ότι αφορούν σε οδηγίες, αναμένεται ότι θα εφαρμοσθούν και θα εποπτεύονται.

 

1.3. Βιβλιογραφική Επισκόπηση

 

Για την σύνταξη των προτεινόμενων γνωστοποιήσεων, η Ε.Κ. και η Τ.τ.Ε. επισκόπησαν και επεξεργάστηκαν τις πληροφορίες διαφόρων δημοσιεύσεων. Ειδικότερα, σε διεθνές επίπεδο, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εκδοθεί διάφορα δημοσιεύματα από ρυθμιστικές και άλλες αρχές, τα οποία αποσκοπούν στην ενίσχυση των γνωστοποιήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και την ευθυγράμμιση τους με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΣΧΣ έχει δημοσιεύσει βέλτιστες πρακτικές αναλυτικών γνωστοποιήσεων[1] σχετικά με τους κινδύνους των τραπεζών και η ΚΤΙ δημοσίευσε οδηγίες[2] για τις τράπεζες που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις με σκοπό την παροχή πρόσθετων πληροφοριών στις ελεγμένες οικονομικές τους καταστάσεις, σχετικά με την ποιότητα των δανείων και τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.

 

H ΕΑΤ δημοσίευσε σχέδιο προς διαβούλευση που περιλάμβανε εναρμονισμένους ορισμούς και πίνακες για τα ρυθμιζόμενα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΕΑΤ/ΣΔ/2013/06)[3].

Επιπλέον, η ΕΑΚΑΑ δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2012, μια ανακοίνωση (ΕΑΚΑΑ/2012/853)[4] σχετικά με τις «Πρακτικές ρυθμίσεων δανείων στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.", προκειμένου να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναφορικά με τις κινητές αξίες και τις αγορές και ειδικότερα των Δ.Π.Χ.Α.

Επίσης, συμβουλευτικά/ελεγκτικά γραφεία έχουν εκδώσει διάφορες δημοσιεύσεις βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις γνωστοποιήσεις των Χρηματοοικονομικών Μέσων (Δ.Π.Χ.Α. 7).

Επιπρόσθετα, η Ε.Κ. και η Τ.τ.Ε., σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες τους:

► επισκόπησαν την πολιτική διενέργειας προβλέψεων απομείωσης των τραπεζών,

► επισκόπησαν τις γνωστοποιήσεις των οικονομικών καταστάσεων των τραπεζών σχετικά με τα Δ&Α και τις εκθέσεις του Πυλώνα 3 και τα συνέκριναν με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές,

► έλαβαν υπόψη τους τρέχοντα ζητήματα όπως μέτρα ρύθμισης δανείων, αναγνώριση εσόδων από τόκους και εξελίξεις στα Δ.Π.Χ.Α. και

► διενήργησαν διαβούλευση με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών, τους ελεγκτές, τους επαγγελματικούς φορείς και άλλες ρυθμιστικές αρχές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

 

 

1.4. Επιμέτρηση Πιστωτικού κινδύνου – Σχέδιο της ΕΑΤ προς διαβούλευση αναφορικά με τις ρυθμίσεις δανείων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

A. Επιμέτρηση Πιστωτικού κινδύνου

 

Βασικός σκοπός των Δ.Π.Χ.Α. είναι η παροχή πληροφόρησης μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα κατά την ημερομηνία αναφοράς, για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Αντιθέτως, η Βασιλεία ΙΙ, έχει μια μελλοντική προσέγγιση καθώς αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ζητώντας από τις τράπεζες να διαθέτουν επαρκές επίπεδο κεφαλαίου έναντι των αναμενόμενων κινδύνων που λαμβάνουν καθώς και ένα πρόσθετο ύψος κεφαλαίου έναντι κινδύνων που δε δύναται να προβλεφθούν, για τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών.

Με βάση τα ανωτέρω, ο σκοπός των Δ.Π.Χ.Α., αναφορικά με τις προβλέψεις απομείωσης, είναι οι οικονομικές καταστάσεις να αντικατοπτρίζουν με επάρκεια τις πραγματοποιηθείσες ζημιές που υπέστη ο εκδότης κατά την ημερομηνία αναφοράς, ενώ η Βασιλεία ΙΙ εστιάζει σε αναμενόμενες και μη αναμενόμενες ζημιές. Το Δ.Λ.Π. 39 «Χρηματοπιστωτικά μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση» αναφέρει ρητά ότι οι ζημίες που αναμένονται από μελλοντικά γεγονότα, «ασχέτως πόσο πιθανές είναι», δεν θα πρέπει να αναγνωρίζονται.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η καθυστέρηση αναγνώρισης ζημιών από πιστωτικό κίνδυνο, που σχετίζονται με τα δάνεια και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, αναγνωρίστηκε ως αδυναμία στο υπάρχον πλαίσιο χρηματοοικονομικής αναφοράς. Επειδή, η μεθοδολογία απομείωσης των πραγματοποιηθέντων ζημιών, που είναι σε ισχύ επί του παρόντος, απαιτεί την αναγνώριση ζημιών από πιστωτικό κίνδυνο, μόνο όταν ένα ζημιογόνο γεγονός έχει επέλθει, το νέο Δ.Π.Χ.Α. 9, το οποίο θα αντικαταστήσει το Δ.Λ.Π. 39, εξερευνά τη μετάβαση από το μοντέλο των πραγματοποιηθέντων ζημιών σε μια προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη μελλοντικά γεγονότα (προσέγγιση των αναμενόμενων ζημιών). Σημειώνεται ότι το Δ.Π.Χ.Α. 9 δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί, ενώ η ημερομηνία εφαρμογής του, η οποία αρχικά είχε οριστεί για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που ξεκινούν την ή μετά την 1.1.2015, έχει μεταφερθεί.

 

B. Σχέδιο της ΕΑΤ προς διαβούλευση αναφορικά με τις ρυθμίσεις δανείων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

 

Η ΕΑΤ έχει εκδώσει, για εποπτικούς σκοπούς, ένα σχέδιο προς διαβούλευση, στο οποίο εισάγει έναν ενιαίο ορισμό για τους όρους των «Μη εξυπηρετούμενων δανείων» και των «Μέτρων ρυθμίσεων δανείων» με σκοπό να ενισχύσει τη συνέπεια και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων των τραπεζών. Ο ορισμός, ο οποίος περιλαμβάνεται στο ανωτέρω σχέδιο της ΕΑΤ, αναφορικά με τα μέτρα ρύθμισης δανείων είναι παρόμοιος με τον ορισμό ο οποίος περιλαμβάνεται στη ανακοίνωση της ΕΑΚΑΑ και ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τις παρούσες Οδηγίες.

 

1.5. Γνωστοποιήσεις αναφορικά με τον πιστωτικό κίνδυνο

 

Το Δ.Π.Χ.Α. 7 απαιτεί μια σειρά συγκεκριμένων ελάχιστων γνωστοποιήσεων (ποιοτικών και ποσοτικών) αναφορικά με τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο ρευστότητας και τον κίνδυνο αγοράς.

Ειδικότερα, αναφορικά με τον πιστωτικό κίνδυνο:

 οι διατάξεις Δ.Π.Χ.Α. 7.36, Δ.Π.Χ.Α. 7.37, Δ.Π.Χ.Α. 7.ΟΥ28[5], Δ.Π.Χ.Α. 7.ΟΥ 29, παρέχουν γνωστοποιήσεις για την ποιότητα των Δ&Α σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο,

 οι διατάξεις Δ.Π.Χ.Α. 7.34(γ), Δ.Π.Χ.Α. 7.ΒΣ55, Δ.Π.Χ.Α. 7.ΟΥ18, παρέχουν γνωστοποιήσεις όσον αφορά την συγκέντρωση του πιστωτικού κινδύνου,

 οι διατάξεις Δ.Π.Χ.Α. 7.36(β), παρέχουν γνωστοποιήσεις όσον αφορά τις εξασφαλίσεις που έχουν ληφθεί,

 οι διατάξεις Δ.Π.Χ.Α. 7.15, παρέχουν γνωστοποιήσεις όσον αφορά ληφθείσες εξασφαλίσεις οι οποίες δύναται να πουληθούν ή να επανεχυριαστούν,

 οι διατάξεις Δ.Π.Χ.Α. 7.38, παρέχουν γνωστοποιήσεις όσον αφορά εξασφαλίσεις οι οποίες έχουν περιέλθει στην κατοχή των τραπεζών.

 

Ωστόσο, το εύρος των γνωστοποιήσεων που απαιτούνται, εξαρτάται από την έκταση της χρήσης χρηματοοικονομικών μέσων από τις τράπεζες και της έκθεσής τους σε κίνδυνο.

Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 7, παράγραφοι 7, 31, 33 & 35:

«7. Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών της καταστάσεων να αξιολογήσουν τη σημασία των χρηματοοικονομικών μέσων για την οικονομική της θέση και την επίδοσή της.

31. Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών της καταστάσεων να αξιολογήσουν τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά μέσα στα οποία είναι εκτεθειμένη η οικονομική οντότητα την ημερομηνία αναφοράς.

 

Ποιοτικές Γνωστοποιήσεις

33. Για κάθε είδος κινδύνου που απορρέει από χρηματοοικονομικά μέσα, η οικονομική

οντότητα γνωστοποιεί:

(α) την έκθεσή της σε κινδύνους και τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν,

(β) τους στόχους, τις πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και τις μεθόδους

επιμέτρησης του κινδύνου που εφαρμόζονται, και

(γ) οποιεσδήποτε αλλαγές στα στοιχεία (α) και (β) από την προηγούμενη περίοδο.

Ποσοτικές Γνωστοποιήσεις

35. Εάν τα ποσοτικά στοιχεία που γνωστοποιούνται ως έχουν κατά την ημερομηνία αναφοράς δεν είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης της οικονομικής οντότητας σε κινδύνους κατά την περίοδο, η οικονομική οντότητα παρέχει περαιτέρω πληροφορίες που είναι αντιπροσωπευτικές

.

Με βάση τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω Οδηγίες έχουν ως σκοπό να παράγουν ένα σύνολο γνωστοποιήσεων βέλτιστων πρακτικών, ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις Οδηγίες είναι αναλυτικότερες από τις ελάχιστες απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α, αλλά είναι σύμφωνες με το πλαίσιο όπως παρουσιάστηκε ανωτέρω [Δ.Π.Χ.Α. 7.7,31,33 & 35] και των αντίστοιχων οδηγιών εφαρμογής τους.

Οι ποιοτικές και ποσοτικές γνωστοποιήσεις που παράγονται σε αυτές τις Οδηγίες είναι σύμφωνες με το ισχύον πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Α.) και ως εκ τούτου τυχόν μελλοντικές τροποποιήσεις/αναθεωρήσεις στα Δ.Π.Χ.Α. καθώς και οι τυχόν μελλοντικές εκδόσεις από λογιστικούς φορείς ή/και ευρωπαϊκές αρχές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την προετοιμασία των πληροφοριών που περιέχονται στις εν λόγω Οδηγίες.

Οι ποιοτικές γνωστοποιήσεις των τραπεζών πρέπει να παρέχουν συγκεκριμένες και όχι γενικές πληροφορίες, οι οποίες να βασίζονται στις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που υιοθετεί η κάθε τράπεζα.

 

 

2. Διαχείριση Πιστωτικού Κινδύνου

 

Πιστωτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος πραγματοποίησης ζημιών σε περίπτωση που ένας πελάτης ή το αντισυμβαλλόμενο μέρος αθετήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και η υπάρχουσα εξασφάλιση δεν καλύπτει τις υφιστάμενες απαιτήσεις. Μία από τις κύριες πηγές πιστωτικού κινδύνου στον οποίο εκτίθενται οι τράπεζες είναι η έκθεσή τους σε Δάνεια και Απαιτήσεις από Πελάτες.

Το Δ.Π.Χ.Α. 7 (παρ. 31, 33 & 15 ΟΕ) απαιτεί μια οικονομική οντότητα να παρέχει τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές γνωστοποιήσεις αναφορικά με την έκθεση των χρηματοοικονομικών της μέσων στον πιστωτικό κίνδυνο. Οι ποιοτικές γνωστοποιήσεις παρέχουν πληροφορίες που επικεντρώνονται στη διαχείριση και την επιμέτρηση του πιστωτικού κινδύνου στον οποίο οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες. Οι ποσοτικές γνωστοποιήσεις περιλαμβάνουν στοιχεία για την έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο κατά την ημερομηνία αναφοράς.

Οι τράπεζες θα πρέπει να σχεδιάσουν τις πολιτικές και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν για την διαχείριση του πιστωτικού τους κινδύνου έτσι ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και να αναλύουν τους κινδύνους, να θέτουν κατάλληλα όρια ανάληψης κινδύνων και ελέγχων, να παρακολουθούν τους εν λόγω κινδύνους καθώς και την τήρηση αυτών των ορίων μέσω αξιόπιστων και έγκαιρων αναφορών.

Στην ενότητα αυτή παρατίθενται συνοπτικά στοιχεία των γνωστοποιήσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές. Στην πράξη, όμως, πιο λεπτομερείς πληροφορίες ενδέχεται να χρειαστούν για συγκεκριμένα γεγονότα και περιστάσεις.

Οι απαιτήσεις γνωστοποιήσεων που παραθέτονται στη συνέχεια αφορούν αποκλειστικά την έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο που απορρέει από τα Δ&Α.

 

ΑΓ:

Σύμφωνα με την παράγραφο ΟΥ 15 που παρέχει οδηγίες για την υλοποίηση της εφαρμογής της παραγράφου 33 του Δ.Π.Χ.Α. 7, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τα ακόλουθα, αναφορικά με τη διαχείριση του πιστωτικού τους κινδύνου:

(α) την έκθεσή τους σε κινδύνους και τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν. Οι πληροφορίες για την έκθεση σε κινδύνους μπορεί να περιγράφουν τόσο την έκθεση στον μικτό όσο και στον καθαρό κίνδυνο καθώς και άλλες συναλλαγές περιορισμού του κινδύνου.

(β) τις πολιτικές και τις διαδικασίες για την ανάληψη, επιμέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων, που μπορεί να συμπεριλαμβάνουν:

 τη δομή και την οργάνωση της μονάδας διαχείρισης κινδύνων με αναφορά στην ανεξαρτησία, την ευθύνη, τους ρόλους και τις αρμοδιότητες της μονάδας.

 την φύση και το πεδίο που καλύπτουν τα συστήματα για την αναφορά ή την εκτίμηση των κινδύνων.

 τις πολιτικές για την αντιστάθμιση και τον περιορισμό των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και διαδικασιών για την λήψη εξασφαλίσεων και

 τις διαδικασίες παρακολούθησης της συνεχούς αποτελεσματικότητας αυτών των αντισταθμίσεων ή μηχανισμών για τον περιορισμό των κινδύνων.

(γ) τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την διαχείριση υψηλής συγκέντρωσης κινδύνου.

 

 

2.1 Έγκριση Πιστωτικού Κινδύνου

Η διαδικασία έγκρισης δανείου (ανάληψη πιστωτικού κινδύνου) θα πρέπει να πραγματοποιείται από υπαλλήλους με εμπειρία οι οποίοι λειτουργούν μέσα σε ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο εσωτερικής πολιτικής. Μόνο σε υπαλλήλους με θέσεις ευθύνης θα πρέπει να ανατίθεται εξουσιοδότηση για έγκριση υψηλού επιπέδου πιστωτικού κινδύνου.

Πιστωτικά όρια πρέπει να ορίζονται για κάθε αντισυμβαλλόμενο. Επίσης, για κάθε χορήγηση δανείου θα πρέπει να υπάρχουν αρκετές πληροφορίες ώστε να σχηματίζεται μια πλήρη εικόνα των κινδύνων που ενέχει και να αιτιολογείται η αποδοχή τους. Ένα δάνειο θα πρέπει να χορηγείται μόνο, εφόσον τα όρια αυτά τηρούνται και είναι κατάλληλα εγκεκριμένα.

 

2.2 Επιμέτρηση πιστωτικού κινδύνου και Εσωτερικές Διαβαθμίσεις

 

Ο κύριος σκοπός της επιμέτρησης του πιστωτικού κινδύνου είναι να παράγει την πιο ακριβή ποσοτική αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου στον οποίο εκτίθενται οι τράπεζες, από το επίπεδο ενός εξατομικευμένου δανείου έως του συνολικού χαρτοφυλακίου. Οι αποφάσεις σχετικά με το επίπεδο του πιστωτικού κινδύνου που γίνεται αποδεκτό από τις τράπεζες, δεν θα πρέπει να βασίζονται μόνο σε ποσοτικές πληροφορίες ή αποτελέσματα μοντέλων, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο οι κρίσεις ειδικών όσο και σχετικές αναλύσεις.

Οι κίνδυνοι θα πρέπει να παρακολουθούνται, να ελέγχονται και να επιμετρούνται περιοδικά, με βάση τα όρια που καθορίζει η κάθε τράπεζα καθώς και τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται από όλες τις εταιρίες του ομίλου της. Ένα εσωτερικό σύστημα διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση και την παρακολούθηση της πιστωτικής ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων. Το σύστημα εσωτερικής διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να ενσωματώνει τις παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αυτού.

Επίσης, το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να διαφοροποιεί την έκθεση των δανείων, προκειμένου να αναδεικνύει εκείνα με μεγαλύτερους παράγοντες επικινδυνότητας και με υψηλότερες πιθανότητες πραγματοποίησης ζημιάς. Πιο συγκεκριμένα, οι οφειλέτες θα πρέπει να ταξινομούνται σε μια εσωτερική κλίμακα διαβάθμισης, σύμφωνα με την πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεών τους. Η εν λόγω διαβάθμιση είναι θεμελιώδης τόσο στην έγκριση και στην παροχή των δανείων όσο και στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου του δανειακού χαρτοφυλακίου. Οι διαβαθμίσεις κινδύνου για τα μεμονωμένα σημαντικά δάνεια (κυρίως επιχειρηματικά) θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά και τυχόν τροποποιήσεις στις διαβαθμίσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται άμεσα. Τα δάνεια προς ιδιώτες θα πρέπει να αξιολογούνται κυρίως με τη χρήση μοντέλων για την παραγωγή δεδομένων σε επίπεδο χαρτοφυλακίου.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες θα πρέπει να γνωστοποιούν μια περιγραφή του εσωτερικού συστήματος διαβάθμισης για την επιμέτρηση του πιστωτικού τους κινδύνου, παρέχοντας μία λεπτομερή ανάλυση των διαβαθμίσεων που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.

Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να γνωστοποιούν τη συχνότητα που εξετάζουν την μεθοδολογία που επιλέγουν για την επιμέτρηση του πιστωτικού τους κινδύνου [λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή η μεθοδολογία θα πρέπει να επανεξετάζεται τουλάχιστον σε ετήσια βάση].

 

2.3 Διαχείριση σημαντικής συγκέντρωσης κινδύνου

 

Συγκέντρωση πιστωτικού κινδύνου υπάρχει όταν ένας αριθμός δανειοληπτών συμμετέχει σε παρόμοιες δραστηριότητες και έχει παρόμοια οικονομικά χαρακτηριστικά και συνεπώς μεταβολές στις οικονομικές και άλλες συνθήκες θα μπορούσε να επηρεάσει κατά τον ίδιο τρόπο την ικανότητά του να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.

Μέθοδοι για την επίτευξη διαφοροποίησης των κινδύνων, μπορεί να περιλαμβάνουν:

τον καθορισμό ορίων για την μέγιστη έκθεση ανά δανειολήπτη.

την ύπαρξη εσωτερικών δικλείδων ασφαλείας ώστε να ελαχιστοποιείται η υπερβολική συγκέντρωση της έκθεσης του χαρτοφυλακίου, όπως όρια ανά χαρτοφυλάκιο και αντισυμβαλλόμενο, έλεγχοι έγκρισης και εξέτασης δανείων καθώς και έλεγχοι αντοχής.

 

ΑΓ:

Σύμφωνα με την παράγραφο Δ.Π.Χ.Α. 7.34(γ) & B8, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τα ακόλουθα σχετικά με τη συγκέντρωση του πιστωτικού τους κινδύνου:

(α) μια περιγραφή του τρόπου που η διοίκηση ορίζει τη συγκέντρωση αυτή, (β) μια περιγραφή των κοινών χαρακτηριστικών που προσδιορίζει κάθε συγκέντρωση (π.χ. αντισυμβαλλόμενο μέρος, γεωγραφική περιοχή, νόμισμα ή αγορά) και

(γ) το ποσό της έκθεσης σε κίνδυνο όλων των χρηματοοικονομικών μέσων που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό.

Προκειμένου να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα, οι τράπεζες ενθαρρύνονται στην περίπτωση που χρησιμοποιείται γεωγραφική κατανομή για τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης του πιστωτικού τους κινδύνου, να πραγματοποιείται με βάση τον τόπο της κατοικίας του δανειολήπτη.

 

2.4 Περιορισμός Έκθεσης Πιστωτικού Κινδύνου

 

Υπάρχουν διάφορες τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν για τον περιορισμό της έκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο από τα Δ&Α όπως, η λήψη εξασφαλίσεων ή/και εγγυήσεων.

Οι εξασφαλίσεις μπορεί να αναφέρονται σε οποιοδήποτε δέσμευση ή προνόμιο δίνεται από έναν αντισυμβαλλόμενο ή τρίτο μέρος, στο οποίο η τράπεζα μπορεί να προσφύγει σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλόμενου, ώστε να μειωθούν οι πιστωτικές της ζημιές.

Οι εγγυήσεις αναφέρονται σε συμβατικές συμφωνίες με τις οποίες ένα πρόσωπο ή μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει την ευθύνη για την εξόφληση των οφειλών κάποιου άλλου.

Η διαχείριση και η αποτίμηση των εξασφαλίσεων πρέπει να οδηγούν σε λογικές και αξιόπιστες εκτιμήσεις και να εξετάζονται τουλάχιστον ετησίως. Συχνότερη παρακολούθηση της αξίας των ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση, μπορεί να απαιτείται, όταν για παράδειγμα ο τομέας των ακινήτων σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση ή όπου οι τράπεζες έχουν σημαντικές συγκεντρώσεις εξασφαλίσεων.

Θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες και αυστηρές οδηγίες για το είδος της εξασφάλισης που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό με βάση κάποιο συγκεκριμένο δείκτη κάλυψης.

Οι εξασφαλίσεις μπορεί να λαμβάνουν τις ακόλουθες μορφές:

Ακίνητα,

Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις (π.χ. εισηγμένες μετοχές, εισηγμένα ομόλογα και άλλους ειδικούς τίτλους, καταθέσεις, μεταχρονολογημένες επιταγές και χρεώστες),

Άλλες εξασφαλίσεις (π.χ. μηχανήματα, αποθέματα)

 

Οι εξασφαλίσεις θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά ώστε να διασφαλίζεται ότι παραμένουν νομικά έγκυρες, εκτελεστέες και επαρκούς αξίας. Ανάλογα με το είδος των εξασφαλίσεων, απαιτείται περιοδική επανεκτίμηση της αξίας τους. Η συχνότητα της επανεκτίμησης εξαρτάται μεταξύ άλλων από τη μεταβλητότητα της αξίας των εξασφαλίσεων, τις σημαντικές μεταβολές της αγοράς ή τη σημαντική μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας του αντισυμβαλλόμενου. Το ύψος και το είδος της εξασφάλισης που απαιτείται, εξαρτάται από την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

Για την αποτίμηση των στοιχείων που κατέχονται ως εξασφαλίσεις, οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις πρόνοιες του νέου Δ.Π.Χ.Α. 13 (με εφαρμογή από τις ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την ή μετά την 1.1.2013), το οποίο καθορίζει το πλαίσιο για την επιμέτρηση της εύλογης αξίας και τις σχετικές γνωστοποιήσεις. Ειδικότερα:

«Η εύλογη αξία αποτελεί επιμέτρηση που βασίζεται στην αγορά και δεν αφορά μια συγκεκριμένη οντότητα. Για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, δύναται να υπάρχουν διαθέσιμες παρατηρήσιμες συναλλαγές στην αγορά ή πληροφορίες της αγοράς. Για άλλα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, δύναται να μην υπάρχουν διαθέσιμες παρατηρήσιμες συναλλαγές στην αγορά ή πληροφορίες της αγοράς….[Δ.Π.Χ.Α. 13.2]

Όταν δεν υπάρχει παρατηρήσιμη τιμή για πανομοιότυπο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, μια οντότητα αποτιμά την εύλογη αξία χρησιμοποιώντας άλλη τεχνική αποτίμησης που μεγιστοποιεί τη χρήση συναφών παρατηρήσιμων εισροών και ελαχιστοποιεί τη χρήση μη παρατηρήσιμων εισροών. Καθώς η εύλογη αξία αποτελεί επιμέτρηση που βασίζεται στην αγορά, αποτιμάται με τη χρήση των υποθέσεων που θα χρησιμοποιούσαν οι συμμετέχοντες στην αγορά κατά την αποτίμηση του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων σχετικά με τον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, η πρόθεση μιας οντότητας να διακρατήσει ένα περιουσιακό στοιχείο ή να τακτοποιήσει ή άλλως να εκπληρώσει μια υποχρέωση δεν έχει σημασία κατά την αποτίμηση της εύλογης αξίας. [Δ.Π.Χ.Α. 13.3]

Η επιμέτρηση της εύλογης αξίας αφορά ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση. Ως εκ τούτου, κατά την επιμέτρηση της εύλογης αξίας, μια οντότητα λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης εάν οι συμμετέχοντες στην αγορά θα λάμβαναν υπόψη τα εν λόγω χαρακτηριστικά κατά την τιμολόγηση του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης κατά την ημερομηνία επιμέτρησης. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τα εξής: α) την κατάσταση και τη θέση του περιουσιακού στοιχείου και β) περιορισμούς, εφόσον υπάρχουν, όσον αφορά την πώληση ή τη χρήση του περιουσιακού στοιχείου. [Δ.Π.Χ.Α. 13.11]

Μια οντότητα αποτιμά την εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης χρησιμοποιώντας τις υποθέσεις που θα χρησιμοποιούσαν συμμετέχοντες στην αγορά κατά την τιμολόγηση του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης, υποθέτοντας ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά ενεργούν προς το βέλτιστο οικονομικό τους συμφέρον. [Δ.Π.Χ.Α. 13.22]

Η επιμέτρηση της εύλογης αξίας ενός μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου λαμβάνει υπόψη την ικανότητα ενός συμμετέχοντα στην αγορά να παράγει οικονομικά οφέλη κάνοντας μέγιστη και βέλτιστη χρήση του περιουσιακού στοιχείου ή πωλώντας το σε άλλο συμμετέχοντα στην αγορά που θα χρησιμοποιούσε το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο κατά τον μέγιστο και βέλτιστο τρόπο. [Δ.Π.Χ.Α. 13.27]

Η μέγιστη και βέλτιστη χρήση ενός μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου λαμβάνει υπόψη τη χρήση του περιουσιακού στοιχείου που είναι φυσικά δυνατή, νομικά επιτρεπτή και οικονομικά εφικτή, ως εξής:

α) Μια φυσικά δυνατή χρήση λαμβάνει υπόψη τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιουσιακού στοιχείου τα οποία θα λάμβαναν υπόψη οι συμμετέχοντες στην αγορά κατά την τιμολόγηση του περιουσιακού στοιχείου (π.χ. η τοποθεσία ή το μέγεθος ενός ακινήτου).

β) Μια νομικά επιτρεπτή χρήση λαμβάνει υπόψη οποιουσδήποτε νομικούς περιορισμούς στη χρήση του περιουσιακού στοιχείου που οι συμμετέχοντες στην αγορά θα λάμβαναν υπόψη κατά την τιμολόγηση του περιουσιακού στοιχείου (π.χ. πολεοδομικοί κανονισμοί που ισχύουν για ένα ακίνητο).

γ) Μια οικονομικά εφικτή χρήση λαμβάνει υπόψη το εάν η χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου που είναι φυσικά δυνατή και νομικά επιτρεπτή παράγει επαρκή έσοδα ή ταμειακές ροές (λαμβάνοντας υπόψη το κόστος της μετατροπής του περιουσιακού στοιχείου για τη συγκεκριμένη χρήση) για την επίτευξη απόδοσης επένδυσης που οι συμμετέχοντες στην αγορά θα απαιτούσαν από μια επένδυση στο συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο μέσω της συγκεκριμένης χρήσης του. [Δ.Π.Χ.Α. 13.28]»

 

Οι τεχνικές αποτίμησης που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται ως εξασφαλίσεις, όπως ακίνητη περιουσία, μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση επαγγελματικών αποτιμήσεων ή εκτιμήσεων που βασίζονται σε στατιστικές μεθόδους. Η συχνότητα των αποτιμήσεων είναι ένας βασικός παράγοντας για τον υπολογισμό της ζημιάς απομείωσης. Αν για τα δάνεια έχουν ληφθεί εξασφαλίσεις, κατά την εκτίμηση της ανάγκης για πρόβλεψη απομείωσης λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων. Επιπλέον, στις προβλέψεις των ταμειακών ροών λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές δαπάνες που συνδέονται με την εκποίηση της εξασφάλισης καθώς και άλλες εισροές, όπως η προσφυγή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο χρόνος που χρειάζεται για την είσπραξη του ποσού που θα προέλθει από την εκποίηση των εξασφαλίσεων. Εάν οι διαδικασίες κατάσχεσης έχουν ξεκινήσει και ο προβλεπόμενος χρόνος για την είσπραξη της εξασφάλισης παρατείνεται και/ή καθυστερεί, οι τράπεζες καλούνται να επανεξετάζουν σε τακτική βάση την αποτίμηση της εξασφάλισης. Το μέγεθος της οποιασδήποτε προκύπτουσας μείωσης της αξίας της εξασφάλισης σε σχέση με την αξία της αρχικής αποτίμησης επηρεάζεται από το είδος της εξασφάλισης π.χ. γη, αξιοποιημένη γη ή επενδυτικά ακίνητα καθώς και από την τοποθεσία. Επίσης, οι εταιρίες που διαθέτουν την απαιτούμενα πιστοποίηση, ικανότητα και εμπειρία στην αποτίμηση ακινήτων και οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη πιστωτική πολιτική μπορεί να παρέχουν επίσημες γραπτές αποτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας εκτίμησης του χρονοδιαγράμματος διάθεσης των εκάστοτε ακινήτων. Συνήθως, η χρήση επαγγελματικών αποτιμήσεων γίνετε στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή στοιχεία από συναλλαγές που να υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας αντικειμενικής άποψης ενός εμπειρογνώμονα.

Επίσης, ιστορικά στοιχεία αποτιμήσεων μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς για τη σύγκριση με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την αξιολόγηση των μειώσεων από το ανώτατο στο κατώτατο σημείο. Στις εκθέσεις αποτίμησης των εξασφαλίσεων μπορεί να χρησιμοποιηθούν και διαθέσιμοι δείκτες της αγοράς για περιουσιακά στοιχεία, όπως στεγαστικά και επενδυτικά ακίνητα.

 

ΑΓ:

Σύμφωνα με την παράγραφο OY22, η οποία παρέχει καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 36 (β) του Δ.Π.Χ.Α. 7, οι τράπεζες θα πρέπει να γνωστοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες, για τις εξασφαλίσεις που έχουν έναντι περιουσιακών στοιχείων και για τις λοιπές πιστωτικές ενισχύσεις:

τις πολιτικές και διαδικασίες για την αποτίμηση και διαχείριση των εξασφαλίσεων και των λοιπών πιστωτικών ενισχύσεων,

την περιγραφή των κύριων τύπων εξασφαλίσεων και λοιπών πιστωτικών ενισχύσεων (παραδείγματα των τελευταίων αποτελούν οι εγγυήσεις, τα πιστωτικά παράγωγα και οι συμφωνίες συμψηφισμού που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για συμψηφισμό σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 32),

τους κύριους τύπους των αντισυμβαλλόμενων στην εξασφάλιση και στις λοιπές πιστωτικές ενισχύσεις, καθώς και την πιστοληπτική τους αξιοπιστία και

πληροφορίες σχετικά με τις συγκεντρώσεις κινδύνων εντός της εξασφάλισης ή με τις λοιπές πιστωτικές ενισχύσεις.

 

Οι τράπεζες θα πρέπει να ορίσουν τη βάση επιμέτρησης που χρησιμοποιούν για τον προσδιορισμό της χρηματοοικονομικής επίδρασης των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις (Δ.Π.Χ.Α.7. 36(β)).

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες οι οποίες έχουν λάβει εξασφαλίσεις (χρηματοοικονομικά ή μη περιουσιακά στοιχεία) τις οποίες δύναται να πουλήσουν ή να επανεχυριάσουν σε περίπτωση που δεν υπάρχει αθέτηση υποχρεώσεων από τον οφειλέτη, πρέπει να γνωστοποιούν τα ακόλουθα, σύμφωνα με την παράγραφο 15 του Δ.Π.Χ.Α. 7:

(α) την εύλογη αξία των εξασφαλίσεων που έχουν λάβει,

(β) την εύλογη αξία οποιασδήποτε πωληθείσας ή επενεχυριασθείσας εξασφάλισης και αν έχουν δέσμευση να την επιστρέψουν, και

(γ) τους συμβατικούς όρους που συνδέονται με τη χρήση των εξασφαλίσεων.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες πρέπει επίσης να γνωστοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 38 του Δ.Π.Χ.Α. 7, για τα περιουσιακά στοιχεία που διακατέχονται κατά την ημερομηνία αναφοράς, είτε με την απόκτηση της κυριότητας παρασχεθεισών εξασφαλίσεων, είτε με την ενεργοποίηση άλλων πιστωτικών αναβαθμίσεων (π.χ. εγγυήσεις) και τα υπόψη περιουσιακά στοιχεία πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης άλλων προτύπων:

(α) τη φύση και τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, και

(β) όταν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν είναι άμεσα μετατρέψιμα σε μετρητά, τις πολιτικές που ακολουθεί για τη διάθεση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων ή για τη χρησιμοποίησή τους στις δραστηριότητές της.

 

3. Μεθοδολογία Αξιολόγησης Απομείωσης

 

Το Δ.Λ.Π. 39 περιγράφει τη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της απομείωσης και την αναγνώριση ζημιών απομείωσης. Ειδικότερα, ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μια ομάδα χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων θεωρείται ότι είναι απομειωμένα και υφίστανται ζημιές απομείωσης, όταν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης, ως αποτέλεσμα ενός ή περισσότερων γεγονότων που συμβαίνουν μετά την αρχική αναγνώριση του στοιχείου («ζημιογόνο γεγονός») και αυτό το ζημιογόνο γεγονός (ή γεγονότα) έχει επίδραση στις εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της ομάδας χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που μπορεί αξιόπιστα να εκτιμηθεί.

Μία οικονομική οντότητα αρχικά εκτιμά σε μεμονωμένη βάση εάν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης για δάνεια τα οποία είναι σημαντικά και σε μεμονωμένη ή συλλογική βάση, για δάνεια τα οποία δεν είναι μεμονωμένα σημαντικά. Εάν προσδιοριστεί ότι δεν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης για ένα δάνειο που αξιολογείται μεμονωμένα, τότε το δάνειο περιλαμβάνεται σε μια ομάδα χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων με παρόμοια χαρακτηριστικά πιστωτικού κινδύνου τα οποία αξιολογούνται συλλογικά για απομείωση. Δάνεια τα οποία αξιολογούνται μεμονωμένα για απομείωση και για τα οποία αναγνωρίζεται, ή εξακολουθεί να αναγνωρίζεται, ζημιά απομείωσης δεν συμπεριλαμβάνονται στην συλλογική αξιολόγηση.

Εάν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη ότι υφίσταται ζημιά απομείωσης σε Δ&Α, το ποσό της ζημιάς υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων και της παρούσας αξίας των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών (εξαιρουμένων των μελλοντικών πιστωτικών ζημιών που δεν έχουν συμβεί) προεξοφλημένης με το αρχικό πραγματικό επιτόκιο του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου.

Η επίδραση στις εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές πρέπει να επιμετράται αξιόπιστα και οι ζημιές απομείωσης να μειώνουν τη λογιστική αξία στο ανακτήσιμο ποσό του δανείου. Το ποσό της ζημιάς αναγνωρίζεται στην κατάσταση συνολικών εσόδων.

Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39.63, η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου μπορεί να μειώνεται είτε απευθείας είτε μέσω της χρήσης ενός λογαριασμού πρόβλεψης. Οι τράπεζες καλούνται να μειώνουν τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου μέσω της χρήσης λογαριασμού προβλέψεων και όχι άμεσα.

 

3.1 Αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης αξίας

Το Δ.Λ.Π. 39, για τον υπολογισμό των προβλέψεων των δανείων χρησιμοποιεί ένα μοντέλο που βασίζεται στις ζημιές που πραγματοποιήθηκαν (incurred loss model), το οποίο σημαίνει ότι οι ζημιές απομείωσης μπορούν να αναγνωριστούν μόνο όταν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη ενός συγκεκριμένου ζημιογόνου γεγονότος.

 

ΑΓ:

Σύμφωνα με τις παραγράφους 21, 37 και B5 (στ) του Δ.Π.Χ.Α 7, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τα ζημιογόνα γεγονότα-αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ελέγχου απομείωσης.

Παραδείγματα αντικειμενικών αποδείξεων μπορεί να περιλαμβάνουν:

 

Α. Χορηγήσεις σε Ιδιώτες

Σημαντική οικονομική δυσχέρεια του δανειολήπτη.

Αθέτηση ή παραβίαση της σύμβασης.

Ο δανειστής κάνει παραχώρηση προς τον δανειολήπτη, για οικονομικούς ή νομικούς λόγους που σχετίζονται με την οικονομική δυσχέρεια του δανειολήπτη, που ο δανειστής δεν θα εξέταζε σε διαφορετική περίπτωση (μέτρα ρύθμισης δανείων).

Υπάρχει ισχυρή πιθανότητα ο δανειολήπτης να περιέλθει σε πτώχευση ή άλλη οικονομική δυσχέρεια.

Παρατηρήσιμα δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι υπάρχει μετρήσιμη μείωση στις εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές.

Η ύπαρξη εγγραφών στον Τειρεσία.

Έναρξη νομικών διαδικασιών εναντίον του δανειολήπτη από άλλο πιστωτή/ δανειστή του.

Ζημιογόνα γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις εντός του συμφωνηθέντος χρόνου όπως :

Σοβαρή ασθένεια ή αδυναμία που επηρεάζει την ικανότητα του δανειολήπτη να εργαστεί.

Θάνατος του δανειολήπτη.

Απώλεια ή ουσιαστική μείωση εισοδήματος (απώλεια εργασίας).

Καταδίκη για αδικήματα, φυλάκιση.

Ο δανειολήπτης δεν έχει πρόσβαση σε επιλογές αναχρηματοδότησης από άλλους δανειστές.

Επιδείνωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του δανειολήπτη (εσωτερικής ή εξωτερικής) όταν αξιολογείται μαζί με άλλες διαθέσιμες πληροφορίες.

Σημαντική μείωση στα μισθώματα που εισπράττονται από ακίνητα που αγοράζονται με σκοπό την εκμίσθωσή τους (buy-to-let property).

 

Β. Χορηγήσεις προς Επιχειρήσεις

Αθέτηση ή παραβίαση της σύμβασης.

Ο δανειολήπτης έχει σημαντικές οφειλές σε καθυστέρηση προς τις επιχειρήσεις του ομίλου της τράπεζας (π.χ εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης) ή/και σε άλλα είδη δανείων της τράπεζας (όπως ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια).

Ύπαρξη ισχυρής πιθανότητας ο δανειολήπτης να περιέλθει σε πτώχευση ή άλλη οικονομική αναδιοργάνωση.

Έναρξη νομικών διαδικασιών εναντίον του δανειολήπτη που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές ταμειακές εκροές.

Μεταφορά των ταμειακών ροών από τα ενήμερα δάνεια για στήριξη των μη ενήμερων δανείων του ίδιου δανειολήπτη.

Ο δανειστής κάνει παραχώρηση στον δανειολήπτη, για οικονομικούς ή νομικούς λόγους που σχετίζονται με την οικονομική δυσχέρεια του δανειολήπτη, που ο δανειστής δεν θα εξέταζε σε διαφορετική περίπτωση (μέτρα ρύθμισης δανείων).

Γεγονότα που υποδηλώνουν την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής επίδοσης του δανειολήπτη (οικονομική δυσχέρεια), όπως :

Υψηλό επίπεδο δανεισμού,

Καταστροφή σημαντικών περιουσιακών στοιχείων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στη διαδικασία παραγωγής του δανειολήπτη ή που λαμβάνονται ως εξασφάλιση για το δάνειο,

Ο δανειολήπτης έχει αρνητικά ίδια κεφάλαια ή δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του νόμου περί ανωνύμων εταιρειών αναφορικά με το επιτρεπτό ύψος των ιδίων κεφαλαίων,

Μέτρα που λαμβάνονται από τον δανειολήπτη για να αυξήσει την ρευστότητά του,

Απώλεια των βασικότερων πελατών,

Τερματισμός συμφωνιών με βασικούς προμηθευτές,

Μερική διαγραφή των υποχρεώσεων του δανειολήπτη, για οικονομικούς ή νομικούς λόγους που σχετίζονται με την οικονομική του κατάσταση,

Παραβίαση ρητρών ή άλλων όρων του δανείου.

Η ύπαρξη εγγραφών στον Τειρεσία.

Επιδείνωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του δανειολήπτη (εσωτερικής ή εξωτερικής) όταν αξιολογείται μαζί με άλλες διαθέσιμες πληροφορίες.

 

Για τα δάνεια για τα οποία υπάρχει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης, οι ζημίες απομείωσης καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους παράγοντες:

τη συνολική έκθεση της τράπεζας στον δανειολήπτη,

τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου του δανειολήπτη και την ικανότητά του να εμπορεύεται επιτυχώς για να εξέλθει από τις οικονομικές του δυσκολίες και να δημιουργεί επαρκείς ταμειακές ροές για την εξυπηρέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων,

το ποσό και το χρόνο των αναμενόμενων εισπράξεων και ανακτήσεων του δανείου,

την έκταση των υποχρεώσεων σε άλλους πιστωτές που προηγούνται ή έρχονται στην ίδια σειρά κατάταξης (pari passu) με την τράπεζα και την πιθανότητα των άλλων πιστωτών να συνεχίσουν να στηρίζουν την επιχείρηση,

την πολυπλοκότητα προσδιορισμού του συνολικού ποσού και της κατάταξης όλων των απαιτήσεων των πιστωτών και το βαθμό στον οποίο οι νομικές και οι ασφαλιστικές αβεβαιότητες είναι εμφανείς,

τη ρευστοποιήσιμη αξία της εξασφάλισης (ή άλλου μέσου μείωσης πιστωτικού κινδύνου) και την πιθανότητα επιτυχούς ανάκτησης και ρευστοποίησης,

την πιθανή αφαίρεση οποιωνδήποτε δαπανών σχετικών με την ανάκτηση των ανεξόφλητων υπολοίπων και

την ικανότητα του δανειολήπτη να αποκτά και να προβαίνει σε πληρωμές του δανείου στο νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το δάνειο, εάν αυτό δεν είναι το τοπικό νόμισμα.

 

Γ. Μακροοικονομικά γεγονότα

Εθνικές ή τοπικές οικονομικές συνθήκες που υποδεικνύουν μετρήσιμη μείωση στις αναμενόμενες μελλοντικές ταμειακές ροές της κατηγορίας του δανείου.

Αύξηση στο ποσοστό ανεργίας.

Μείωση στις τιμές αγοράς ακινήτων / Επιδείνωση της αξίας των εξασφαλίσεων.

Δυσμενείς μεταβολές στις συνθήκες του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται ο δανειολήπτης.

 

3.2. Μεμονωμένη Αξιολόγηση Απομείωσης

 

Όλα τα δάνεια και οι απαιτήσεις από πελάτες που θεωρούνται σημαντικά σε ατομικό επίπεδο, αξιολογούνται κατά περίπτωση, για ύπαρξη αντικειμενικής απόδειξης απομείωσης (ζημιογόνα γεγονότα) τουλάχιστον σε κάθε ημερομηνία αναφοράς. Εάν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης, αναγνωρίζεται ζημιά απομείωσης εφόσον η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι υψηλότερη από την παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών προεξοφλημένων με το αρχικό πραγματικό επιτόκιο (για δάνεια σταθερού επιτοκίου) ή το τρέχον πραγματικό επιτόκιο (για δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου).

Για Δ&Α που έχουν ληφθεί εξασφαλίσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων κατά την αξιολόγηση της ανάγκης για απομείωση. Στις περιπτώσεις όπου τα οφειλόμενα ποσά αναμένεται να διακανονιστούν πλήρως με την ρευστοποίηση της εξασφάλισης δεν αναγνωρίζεται ζημιά απομείωσης. Η αξία των εξασφαλίσεων που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό απομείωσης πρέπει να αντανακλά τις ταμειακές ροές που μπορεί να προκύψουν από την κατάσχεση, μειωμένες κατά το κόστος απόκτησης και πώλησης αυτών. Η αξία των εξασφαλίσεων πρέπει να αξιολογείται κατά την χορήγηση του δανείου και μετέπειτα βάσει της εσωτερικής πολιτικής της τράπεζας και πιο συχνά όταν οι συνθήκες της αγοράς ή η απόδοση του χαρτοφυλακίου υπόκεινται σε σημαντική μεταβολή και όταν ένα δάνειο χαρακτηρίζεται ως απομειωμένο. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην ενότητα 2.4 «Περιορισμός Έκθεσης πιστωτικού κινδύνου», για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται ως εξασφάλιση, οι τράπεζες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του νέου Δ.Π.Χ.Α. 13 (σε ισχύ για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από ή μετά την 1 Ιανουαρίου 2013), το οποίο καθορίζει σε ένα ενιαίο Δ.Π.Χ.Α. το πλαίσιο επιμέτρησης της εύλογης αξίας και τις σχετικές γνωστοποιήσεις.

 

Α Γ:

Αναμένεται από τις τράπεζες να γνωστοποιούν την έννοια του όρου «ατομικά σημαντικό» βάσει της πολιτικής τους (π.χ. όλα τα δάνεια άνω ενός € ΧΧ ποσού θεωρούνται μεμονωμένα σημαντικά) ή βάσει όποιας άλλης προσέγγισης ακολουθούν.

 

3.3. Συλλογική Αξιολόγηση Απομείωσης

Όλα τα δάνεια που δεν αξιολογούνται μεμονωμένα για απομείωση, καθώς και τα δάνεια τα οποία υπόκεινται σε ατομική αξιολόγηση από την οποία δεν προκύπτει ζημιά απομείωσης, θα πρέπει να αξιολογούνται σε συλλογική βάση.

Τα δάνεια που αξιολογούνται συλλογικά θα πρέπει να ομαδοποιούνται βάσει παρόμοιων χαρακτηριστικών πιστωτικού κινδύνου. Παραδείγματα κοινών χαρακτηριστικών πιστωτικού κινδύνου είναι:

i. οι εκτιμώμενες πιθανότητες αθέτησης ή βαθμίδες πιστωτικού κινδύνου,

ii. το είδος (για παράδειγμα, ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ή δάνεια πιστωτικών καρτών),

iii. η γεωγραφική τοποθεσία,

iv. το είδος της εξασφάλισης,

v. το είδος του αντισυμβαλλομένου (για παράδειγμα, ιδιώτες, επιχειρήσεις ή δημόσιος φορέας),

vi. ημέρες καθυστέρησης και

vii. η λήξη

 

Τα επιλεγμένα χαρακτηριστικά πρέπει να σχετίζονται με την εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών για ομάδες τέτοιων περιουσιακών στοιχείων έτσι ώστε να είναι ενδεικτικά της ικανότητας των οφειλετών για αποπληρωμή όλων των ποσών που οφείλονται σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους των περιουσιακών στοιχείων που αξιολογούνται.

Η συλλογική ζημιά απομείωσης καθορίζεται αφού ληφθούν υπόψη οι εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές της ομάδας των δανείων, προεξοφλημένες με το πραγματικό επιτόκιο. Για την ενίσχυση της συνέπειας στην εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών, τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να ενσωματώνονται μέσω μιας κατάλληλης διαδικασίας:

(α) Το ιστορικό ζημιών πρέπει να παρέχει τη βάση για την εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών μιας ομάδας χρηματοοικονομικών στοιχείων που αξιολογούνται συλλογικά για απομείωση.

Το ιστορικό ζημιών πρέπει να προσαρμόζεται στη βάση των παρατηρήσιμων δεδομένων, ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των τρεχουσών συνθηκών που δεν έχουν επηρεάσει την περίοδο στην οποία βασίζεται το ιστορικό ζημιών και να απομακρύνει τις επιπτώσεις των συνθηκών της ιστορικής περιόδου που δεν υφίστανται σήμερα.

(β) Οι μεταβολές στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών πρέπει να είναι σε άμεση συνέπεια με τις μεταβολές στα παρατηρούμενα δεδομένα.

(γ) Οι μέθοδοι εκτίμησης πρέπει να προσαρμόζονται για να μειώνουν τις διαφορές μεταξύ των εκτιμώμενων και των πραγματικών ταμειακών ροών με σκοπό οι ζημιές απομείωσης να αναγνωρίζονται όσο το δυνατόν νωρίτερα.

Πιο εξελιγμένα στατιστικά μοντέλα πιστωτικού κινδύνου ή άλλες τυποποιημένες προσεγγίσεις για την εκτίμηση των αναμενόμενων μελλοντικών ταμειακών ροών και των ζημιών απομείωσης δύνανται να συνδυάζουν διάφορους παράγοντες. Ενδεικτικοί παράγοντες που μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτά τα μοντέλα/προσεγγίσεις είναι:

ιστορικά ποσοστά ζημιών δανείων (σε χαρτοφυλάκια με παρόμοια χαρακτηριστικά πιστωτικού κινδύνου),

προφίλ πιστωτικής διαβάθμισης και μεταφορές στις κατηγορίες διαβάθμισης,

 

εκτιμώμενη περίοδος μεταξύ της πραγματοποίησης της ζημιάς απομείωσης σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και της αναγνώρισης της σε επίπεδο δανείου (Περίοδος Προσδιορισμού Ζημιάς σε Εξατομικευμένο Επίπεδο),

τρέχουσες εκτιμήσεις ζημιάς στο χαρτοφυλάκιο,

μεταβολές στη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου,

τοπικό και οικονομικό περιβάλλον.

 

Παράγοντες που μπορεί να διαφοροποιήσουν τις ζημίες από την ιστορική εμπειρία είναι:

μεταβολές στις πολιτικές και τις διαδικασίες δανειοδότησης,

μεταβολές στις διεθνείς, εθνικές και τοπικές οικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες,

μεταβολές στην τάση, τον όγκο και τη σημαντικότητα των καθυστερημένων και αρνητικά διαβαθμισμένων δανείων, οι τάσεις στον όγκο των απομειωμένων δανείων καθώς και οι ρυθμίσεις δανείων,

η ύπαρξη και η επίδραση οποιασδήποτε συγκέντρωσης πιστωτικού κινδύνου και μεταβολές στο επίπεδο αυτών των συγκεντρώσεων, και

μεταβολές στο προφίλ κινδύνου του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου.

 

Αντικειμενική απόδειξη απομείωσης μπορεί να υπάρχει για μια ομάδα χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, ακόμα και εάν δεν υπάρχει για ένα μεμονωμένο περιουσιακό στοιχείο της ομάδας αυτής. Η προϋπόθεση ύπαρξης αντικειμενικής απόδειξης για να αναγνωριστεί και να επιμετρηθεί ζημιά απομείωσης σε μεμονωμένα δάνεια μπορεί να οδηγήσει σε καθυστέρηση της αναγνώρισης απομείωσης του δανείου, η οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39, θα ήταν κατάλληλη η αναγνώριση ζημιάς απομείωσης για εκείνες τις ζημιές που «πραγματοποιήθηκαν αλλά δεν έχουν δηλωθεί» (Incurred But Not Reported - IBNR).

Για το σκοπό αυτό, τα δάνεια που αξιολογούνται μεμονωμένα, είτε είναι σημαντικά είτε όχι και για τα οποία δεν έχει αναγνωριστεί ζημιά απομείωσης περιλαμβάνονται στη συνέχεια σε μια ομάδα δανείων με παρόμοια χαρακτηριστικά πιστωτικού κινδύνου και αξιολογούνται συλλογικά για απομείωση.

Οι ζημιές απομείωσης που αναγνωρίζονται σε συλλογική βάση αντιπροσωπεύουν ένα ενδιάμεσο βήμα πριν την αναγνώριση των ζημιών απομείωσης στα μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία της ομάδας των χρηματοοικονομικών στοιχείων που αξιολογούνται συλλογικά για απομείωση. Μόλις υπάρξει διαθέσιμη πληροφόρηση για να προσδιοριστούν ζημιές σε μεμονωμένα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία απομακρύνονται από το χαρτοφυλάκιο δανείων που αξιολογείται συλλογικά για απομείωση.

 

 

3.4. Βασικές Κρίσεις και Εκτιμήσεις της Διοίκησης

 

Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα που απαιτεί την άσκηση κρίσης από τη διοίκηση για τη διαμόρφωση υποθέσεων και εκτιμήσεων, είναι ο υπολογισμός των ζημιών απομείωσης στα δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες που αξιολογούνται τόσο σε μεμονωμένη όσο και σε συλλογική βάση.

Ιδιαίτερα απαιτείται η κρίση της διοίκησης για τον υπολογισμό των συλλογικών προβλέψεων απομείωσης κατά τον οποίο ένα συνδυασμός ειδικών ελέγχων, στατιστικών μοντέλων και εκτιμήσεων χρησιμοποιείται. Επιπλέον η κρίση της διοίκησης είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ζημιάς απομείωσης σε τομείς, όπως στην αξιολόγηση του κινδύνου του χαρτοφυλακίου, στις τρέχουσες οικονομικές και πιστωτικές συνθήκες, στο ιστορικό ζημιών καθώς και στις τάσεις που χαρακτηρίζουν τον κλάδο, τη γεωγραφική περιοχή και τη συγκέντρωση πιστωτικού κινδύνου.

Οι εκτιμήσεις της διοίκησης βασίζονται σε παραδοχές αναφορικά με έναν αριθμό παραγόντων, όπως :

η μελλοντική οικονομική δραστηριότητα και τα ποσοστά εργασίας,

οι δείκτες τιμών ακίνητης περιουσίας,

ο κίνδυνος της χώρας,

οι πολιτικές της τράπεζας αναφορικά με τις κατασχέσεις και τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων,

οι εκπτώσεις στην τιμή πώλησης ανακτημένων περιουσιακών στοιχείων και

η απόδοση διαφορετικών επιμέρους ομάδων.

 

Η μεθοδολογία και οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών πρέπει να εξετάζονται τακτικά, με σκοπό να μειώνονται όποιες διαφορές μεταξύ των εκτιμώμενων και των πραγματικών ζημιών και να αντανακλούν τόσο τις τρέχουσες όσο και τις αναμενόμενες οικονομικές συνθήκες (εγχώριο και διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον).

Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται στην εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών καθώς και στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις.

Οι τράπεζες πρέπει να παρουσιάζουν τις γνωστοποιήσεις τους με τρόπο που να βοηθά τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να κατανοήσουν τις κρίσεις της διοίκησης για το μέλλον και για άλλες πηγές αβεβαιότητας κατά την εκτίμηση.

 

Α Γ:

Σύμφωνα με την παρ. 129 του Δ.Λ.Π. 1, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

τη φύση των παραδοχών και εκτιμήσεων της διοίκησης,

(ανά χαρτοφυλάκιο δανείου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της ζημιάς απομείωσης)

εξήγηση των μεταβολών που έχουν γίνει σε παραδοχές του παρελθόντος αν η αβεβαιότητα παραμένει,

ευαισθησία των λογιστικών ποσών στις μεθόδους, υποθέσεις και εκτιμήσεις που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των αιτιών της ευαισθησίας και

την αναμενόμενη επίλυση μιας αβεβαιότητας και το εύρος των λογικά πιθανών αποτελεσμάτων εντός του επόμενου οικονομικού έτους σχετικά με τις λογιστικές αξίες των επηρεαζόμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

 

Επίσης πρέπει να γνωστοποιείται οποιαδήποτε άλλη πληροφορία επεξηγεί εκτιμήσεις και μεταβολές στις εκτιμήσεις που χρειάζονται για τον προσδιορισμό του ανακτήσιμου ποσού.

Επιπροσθέτως, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν πότε οι μεταβολές στις εκτιμήσεις προκαλούνται από τη σύγκριση μεταξύ των εκτιμώμενων και των πραγματικών αποτελεσμάτων ( backtesting ).

Η φύση και η έκταση της πληροφόρησης που γνωστοποιείται ποικίλει ανάλογα με τη φύση των παραδοχών και άλλων περιστάσεων.

 

3.5. Αναστροφή Απομείωσης

Σύμφωνα με την παρ. 65 του Δ.Λ.Π. 39, σε περίπτωση που σε μεταγενέστερη περίοδο, το ποσό της ζημιάς απομείωσης μειώνεται και η μείωση μπορεί να συσχετιστεί αντικειμενικά με γεγονός που συμβαίνει μετά την αναγνώριση της απομείωσης, η ζημιά απομείωσης που είχε αναγνωριστεί προηγουμένως, θα αναστρέφεται με προσαρμογή του σχετικού λογαριασμού πρόβλεψης.

Η αναστροφή δεν θα οδηγεί σε λογιστική αξία δανείου που υπερβαίνει το ύψος που θα είχε το αποσβεσμένο κόστος, εάν η απομείωση δεν είχε αναγνωριστεί κατά την ημερομηνία της αναστροφής της απομείωσης.

Το ποσό της αναστροφής απομείωσης αναγνωρίζεται στην κατάσταση συνολικών εσόδων .

 

3.6. Μεταφορά των δανείων στην κατηγορία των μη απομειωμένων

Εάν το ποσό του κεφαλαίου και του τόκου του δανείου βάσει των όρων της σύμβασης θεωρείται πλήρως ανακτήσιμο, το δάνειο μπορεί να εξέλθει από την κατηγορία των απομειωμένων δανείων. Ακολούθως, πρέπει να υπάρχει αντικειμενική απόδειξη που να δικαιολογεί την αποκατάσταση.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν περίληψη της πολιτικής αποκατάστασης απομειωμένων δανείων, με συγκεκριμένη αναφορά στη δοκιμαστική περίοδο, εφόσον εφαρμόζεται.

 

3.7. Διαγραφές Δανείων και Απαιτήσεων κατά Πελατών

Οι διαγραφές Δ&Α συμβαίνουν κατά τη στιγμή που αποφασίζεται ότι το περιουσιακό στοιχείο δεν είναι πλέον ανακτήσιμο, ή η προσπάθεια ανάκτησης αυτού θεωρείται οικονομικά ασύμφορη ή το ποσό της ανάκτησης του στοιχείου θεωρείται μη σημαντικό όταν μετά από τον πλήρη και τελικό διακανονισμό που επιτυγχάνεται, συμπεριλαμβανομένης της ρευστοποίησης της εξασφάλισης, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειμμα. Σε περίπτωση διαγραφής, το υπόλοιπο του δανείου πρέπει να διαγραφεί από την κατάσταση οικονομικής θέσης και η συσσωρευμένη πρόβλεψη απομείωσης για το εν λόγω δάνειο πρέπει να αναστραφεί.

Ο χρόνος και η έκταση των διαγραφών μπορεί να περιλαμβάνουν και μερικά στοιχεία υποκειμενικής κρίσης. Παρόλα αυτά, μια διαγραφή συνήθως προκαλείται από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, π.χ. την έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης ή κάποια άλλη ενέργεια ανάκτησης, που καθιστά πιθανό ένα μέρος ή το σύνολο του δανείου να είναι πέρα από κάθε ρεαλιστική προοπτική ανάκτησης. Σε κάθε περίπτωση, το ύψος των απομειωμένων δανείων πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίοδο αναφοράς ώστε να διασφαλίζεται ότι οι μη ανακτήσιμες απαιτήσεις διαγράφονται με άμεσο και τακτικό τρόπο και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εάν υπάρχει.

Οι μεταγενέστερες ανακτήσεις ποσών που είχαν προηγουμένως διαγραφεί, μειώνουν το ποσό της πρόβλεψης για ζημιές απομείωσης των δανείων στην κατάσταση συνολικών εσόδων.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τα ακόλουθα σχετικά με την πολιτική διαγραφών:

το χρόνο διαγραφής των δανείων, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του δανείου καθώς και εάν είναι εξασφαλισμένο ή όχι, και

το κατά πόσο τα περιουσιακά στοιχεία που διαγράφονται εξακολουθούν να υπόκεινται σε διαδικασίες ανάκτησης.

 

3.8. Επισκόπηση της Μεθοδολογίας Πρόβλεψης Απομείωσης

Η μεθοδολογία για τον υπολογισμό της απομείωσης πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά ώστε να ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των εκτιμώμενων και των πραγματικών ζημιών. Η επανεξέταση της ανωτέρω μεθοδολογίας πρέπει να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον σε ετήσια βάση και συχνότερα, αν χρειάζεται, ανάλογα με τις μεταβολές στις συνθήκες της αγοράς και της οικονομίας.

Επιπρόσθετα, όταν εισάγονται νέες μέθοδοι απομείωσης, θα πρέπει να υπάρχει επαρκώς τεκμηριωμένη αιτιολόγηση και τα αποτελέσματα τόσο της νέας όσο και της παλιάς μεθοδολογίας πρέπει να παρέχονται για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της νέας μεθόδου.

 

3.9. Αναγνώριση Εσόδων από Τόκους

Τα έσοδα από τους τόκους των δανείων πρέπει να αναγνωρίζονται χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου όπως ορίζεται στο Δ.Λ.Π. 39 (εφαρμόζοντας το πραγματικό επιτόκιο στο αποσβεσμένο κόστος του δανείου), υπό την προϋπόθεση ότι είναι πιθανό ότι τα οικονομικά οφέλη θα εισρεύσουν στην επιχείρηση και το ποσό του εσόδου μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα [Δ.Λ.Π. 18.29 & 30]. Ο υπολογισμός του πραγματικού επιτοκίου λαμβάνει υπόψη όλους τους συμβατικούς όρους και περιλαμβάνει τυχόν αμοιβές ή στοιχειώδη κόστη που συνδέονται άμεσα, αλλά δεν περιλαμβάνει τις μελλοντικές πιστωτικές ζημίες [Δ.Λ.Π. 39.9]. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου, η οικονομική οντότητα αποσβένει κάθε αμοιβή, καταβληθείσα ή ληφθείσα μονάδα, κόστη συναλλαγών και άλλα υπέρ ή υπό του άρτιου ποσά που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του πραγματικού επιτοκίου κατά τη διάρκεια της αναμενόμενης ζωής του μέσου. Όμως, χρησιμοποιείται βραχύτερη περίοδος αν οι αμοιβές, οι καταβληθείσες ή ληφθείσες μονάδες, τα κόστη συναλλαγών και άλλα υπέρ ή υπό του άρτιου ποσά σχετίζονται με την τρέχουσα περίοδο [Δ.Λ.Π. 39.9 & ΟΕ6]. Σύμφωνα με την ΟΕ 93 του Δ.Λ.Π. 39, «άπαξ και ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή ομάδα συναφών περιουσιακών στοιχείων έχει υποτιμηθεί ως αποτέλεσμα ζημίας απομείωσης, για τον μεταγενέστερο υπολογισμό των εσόδων από τόκους εφαρμόζεται το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε για την προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών για το σκοπό της επιμέτρησης της ζημίας απομείωσης».

Ως εκ τούτου, οι τράπεζες θα πρέπει να αναγνωρίζουν τα έσοδα από τόκους για το ποσό του δανείου μετά τη ζημιά απομείωσης, με βάση την αρχή του δεδουλευμένου, χρησιμοποιώντας το πραγματικό επιτόκιο.

Πιο συγκεκριμένα, όταν ένα δάνειο χαρακτηριστεί ως απομειωμένο, οι τράπεζες θα πρέπει να πάψουν να αναγνωρίζουν έσοδα από τόκους σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της σύμβασης και να τα αναγνωρίζουν στο ανακτήσιμο ποσό που αντανακλά την αναστροφή της προεξόφλησης που προέρχεται από την επίδραση της μεθόδου της Καθαρής Παρούσας Αξίας.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις λογιστικές πολιτικές, τις πρακτικές και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τα δάνεια, συμπεριλαμβανομένης της λογιστικής πολιτικής όσον αφορά την αναγνώριση των δεδουλευμένων τόκων των απομειωμένων δανείων [Δ.Π.Χ.Α 7.21].

Επίσης, θα πρέπει να γνωστοποιούν είτε στην κατάσταση συνολικών εσόδων είτε στις σημειώσεις:

1. Τα συνολικά έσοδα από τόκους (τα οποία έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου) για τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται όχι με τη μέθοδο της εύλογης αξίας μέσω αποτελεσμάτων [Δ.Π.Χ.Α. 7. 20 (β)]

2. Τα έσοδα από δεδουλευμένους τόκους απομειωμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την ΟΕ 93 Δ.Λ.Π. 39 [Δ.Π.Χ.Α. 7. 20 (δ)].

Κατά την αξιολόγηση του ανακτήσιμου ποσού του δανείου για σκοπούς απομείωσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται λογικές και αξιόπιστες εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών, προκειμένου να αποφεύγεται η υπερεκτίμηση της λογιστικής αξίας των δανείων και κατ' επέκταση και των δεδουλευμένων εσόδων από τόκους που αναγνωρίζονται. 27

 

4. Ρυθμίσεις Δανείων

Ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης, οι τράπεζες προκειμένου να βελτιώσουν το προφίλ τους σχετικά με τους κινδύνους, ειδικά στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου, προχώρησαν στην παροχή μέτρων ρύθμισης των δανείων. Τέτοιες πρακτικές έχουν κερδίσει το ενδιαφέρον των επενδυτών και των άλλων συμμετεχόντων στην αγορά γεγονός που αντανακλά την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και ακρίβεια στις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παρέχονται και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης της αγοράς σε σχέση με την πιστωτική ποιότητα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που γνωστοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών. Οι ρυθμίσεις δανείων δεν θα πρέπει να οδηγούν στην αποφυγή ή την αναβολή αναγνώρισης απομείωσης ή στην απόκρυψη του επιπέδου του πιστωτικού κινδύνου που προκύπτει από τα ρυθμισμένα περιουσιακά στοιχεία.

 

4.1. Ορισμός της Ρύθμισης και της Πολιτικής Ρύθμισης Δανείων

Κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), τα μέτρα ρύθμισης δανείων, έστω και αν τα Δ.Π.Χ.Α. δεν χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη ορολογία (‘μέτρα ρύθμισης δανείων'), συνιστούν αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης σύμφωνα με τα οριζόμενα του Δ.Λ.Π. 39 "Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Αποτίμηση".

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΑΚΑΑ «Πρακτικές ρυθμίσεων δανείων στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.", τα μέτρα ρύθμισης δανείων αφορούν περιπτώσεις όπου ο οφειλέτης θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης λόγω οικονομικών δυσχερειών. Με βάση αυτές τις δυσχέρειες, ο εκδότης αποφασίζει να τροποποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης ώστε να παρέχει στον δανειολήπτη την ικανότητα να εξυπηρετήσει το χρέος του ή να αναχρηματοδοτήσει την σύμβαση, είτε συνολικά είτε εν μέρει.

Παραδείγματα μέτρων ρύθμισης δανείων, περιλαμβάνουν τα εξής:

i. πρόγραμμα αποπληρωμής που περιλαμβάνει μόνο τόκους (π.χ. πληρωμή μόνο τόκου για χρονική περίοδο μέχρι 3 μήνες),

ii. πρόγραμμα μειωμένων αποπληρωμών (π.χ. τόκος και μερική αποπληρωμή κεφαλαίου),

iii. παροχή προσωρινής περιόδου χάριτος,

iv. κεφαλαιοποίηση των καθυστερημένων δόσεων ή μερική διαγραφή χρέους,

v. παράταση της διάρκειας του δανείου,

vi. τροποποίηση ή έλλειψη επιβολής των ρητρών του συμβολαίου (π.χ. αναστολή της εφαρμογής μιας ρήτρας που έχει παραβιαστεί λόγω των οικονομικών δυσχερειών),

vii. συμφωνίες που οδηγούν σε πληρωμή αμοιβών ή επιβαρύνσεων για λογαριασμό του δανειολήπτη (π.χ. στην περίπτωση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, η πληρωμή των ανεξόφλητων αμοιβών και επιβαρύνσεων για την προστασία της ασφάλειας της περιουσίας, των φόρων ή τη συντήρηση του ακινήτου).

 

Όλα τα δάνεια για τα οποία έχει γίνει επαναδιαπραγμάτευση των αρχικών όρων της σύμβασης λόγω οικονομικών δυσχερειών του δανειολήπτη, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ρυθμισμένα και να συμπεριλαμβάνονται στις γνωστοποιήσεις των τραπεζών για τις ρυθμίσεις δανείων.

Όλα τα δάνεια για τα οποία έχει γίνει επαναδιαπραγμάτευση των αρχικών όρων της σύμβασης αλλά όχι λόγω οικονομικών δυσχερειών του δανειολήπτη, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως αναδιαρθρωμένα και όχι ως ρυθμισμένα.

 

4.2. Αξιολόγηση Απομείωσης των ρυθμισμένων Δ&Α

Η παράγραφος 59 (γ) του Δ.Λ.Π. 39, δηλώνει ότι αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης υπάρχουν όταν για λόγους οικονομικούς ή νομικούς που αφορούν την οικονομική δυσχέρεια του οφειλέτη, ο δανειστής παρέχει κάποια διευκόλυνση προς τον οφειλέτη, την οποία δεν θα εξέταζε σε διαφορετική περίπτωση.

Συνεπώς, η παροχή μέτρων ρύθμισης συνιστά αντικειμενική απόδειξη απομείωσης και επομένως έλεγχος απομείωσης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε όλα τα ρυθμισμένα δάνεια, είτε σε μεμονωμένο είτε σε συλλογικό επίπεδο. Στα ρυθμισμένα δάνεια θα πρέπει να αποδοθεί υψηλότερος κίνδυνος αθέτησης των όρων.

Οι υπολογισμοί της ζημιάς απομείωσης πρέπει να βασίζονται στις εκτιμώμενες και όχι στις συμβατικές ταμειακές ροές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται στο αποσβεσμένο κόστος. Ως εκ τούτου, όταν γίνεται κάποια ρύθμιση, δεδομένου ότι οι εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές μπορεί να μειωθούν ή να καθυστερήσουν, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της εκτιμώμενης παρούσας αξίας τους, με συνέπεια να προκύψει ζημιά απομείωσης.

Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίνεται στην εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών, της αξίας των εξασφαλίσεων, καθώς και στην εκτίμηση άλλων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της ζημιάς απομείωσης των ρυθμισμένων δανείων. Οι εκτιμήσεις και παραδοχές θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τόσο τις τρέχουσες όσο και τις αναμενόμενες οικονομικές συνθήκες. Επιπλέον, ο υπολογισμός της συλλογικής απομείωσης των ρυθμισμένων δανείων μπορεί να περιλαμβάνει μεγαλύτερη περίοδο μεταξύ της αναγνώρισης των ζημιών και της εξατομίκευσης τους (emergence period) από την περίοδο που θα αναμενόταν για το χαρτοφυλάκιο δανείων που δεν έχουν υποστεί ρύθμιση.

Κατά τον καθορισμό της αξίας των εξασφαλίσεων για τον υπολογισμό των ταμειακών ροών, θα πρέπει να εξεταστεί τόσο ο εκτιμώμενος χρόνος ρευστοποίησης όσο και τα έσοδα από αυτήν με σκοπό την αποφυγή υπερεκτίμησης του υπολοίπου του δανείου.

 

Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, τα μέτρα ρύθμισης μπορεί να οδηγήσουν σε αποαναγνώριση του αρχικού δανείου. Στις περιπτώσεις αυτές, το νέο δάνειο θα αναγνωρίζεται στην εύλογη αξία και η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας του αρχικού δανείου και της εύλογης αξίας του νέου δανείου, αναγνωρίζεται άμεσα στην κατάσταση των συνολικών εσόδων.

Το θέμα της αποαναγνώρισης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που προκύπτει από τη τροποποίηση των αρχικών όρων τους, λόγω της έλλειψης καθοδήγησης του Δ.Λ.Π. 39, έχει συζητηθεί εκτενώς με αφορμή τη λογιστική της αναδιάρθρωσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων (ελληνικό PSI). Οι τράπεζες καλούνται να εξετάσουν την απόφαση της ΕΔΔΠΧΑ για το προαναφερθέν θέμα, καθώς οι ίδιες αρχές μπορούν να εφαρμοστούν για την αποαναγνώριση των ρυθμισμένων δανείων. Πιο συγκεκριμένα οι τράπεζες καλούνται να εξετάσουν τις οδηγίες που παρέχονται στις ακόλουθες αποφάσεις της ΕΔΔΠΧΑ:

1. Μάιος 2012[6] & Σεπτέμβριος 2012[7] (προσδιορίζοντας αν η συναλλαγή έχει ως αποτέλεσμα την αποαναγνώριση του συνόλου του περιουσιακού στοιχείου ή μέρους αυτού – Δ.Λ.Π. 39.17(α), Δ.Λ.Π. 39.40 & Δ.Λ.Π. 8.11) και

2. Ιούλιος 2012[8] (προσδιορίζοντας το πραγματικό επιτόκιο για τα νέα ομόλογα που λαμβάνονται – Δ.Λ.Π. 39.ΟΕ5).

 

Συνήθως ένα νέο δάνειο θα αναγνωρίζεται όταν οι αλλαγές στους αρχικούς όρους της σύμβασης, καταλήγουν σε ένα ουσιαστικά διαφορετικό δάνειο, δηλαδή το δάνειο μεταβάλλεται κατά τέτοιο τρόπον ώστε οι όροι της νέας ή τροποποιημένης σύμβασης είναι ουσιωδώς διαφορετικοί από εκείνους της αρχικής σύμβασης.

Παραδείγματα σημαντικών αλλαγών στους αρχικούς όρους της σύμβασης, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην αποαναγνώριση του αρχικού δανείου, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα.

ένα μη εξασφαλισμένο δάνειο γίνεται πλήρως εξασφαλισμένο,

την προσθήκη ή την αφαίρεση διατάξεων περί πολλαπλής εξασφάλισης,

πολλά δάνεια ενοποιούνται σε ένα ενιαίο δάνειο,

την αφαίρεση ή την προσθήκη χαρακτηριστικών μετατροπής δανείου που περιλαμβάνονται στη δανειακή σύμβαση,

μια αλλαγή στο νόμισμα στο οποίο εκφράζονται ο τόκος ή το κεφάλαιο του δανείου,

μια αλλαγή στη σειρά εκκαθάρισης ή κατάταξης του χρηματοοικονομικού μέσου,

η σύμβαση δανείου μεταβάλλεται με κάθε άλλο τρόπο ώστε οι όροι της νέας ή τροποποιημένης σύμβασης να είναι ουσιαστικά διαφορετικοί από τους αρχικούς όρους της σύμβασης.

Είναι επίσης πιθανό, η τροποποίηση των όρων της δανειακής σύμβασης να μην οδηγήσουν σε απομείωση [Δ.Λ.Π. 39 E4.3 (οδηγίες εφαρμογής)], αν και το γεγονός αυτό θεωρείται σπάνιο λόγω των οικονομικών δυσχερειών του οφειλέτη.

 

4.3. Έξοδος από το Καθεστώς Ρύθμισης

Για τον αποχαρακτηρισμό ενός δανείου ως ρυθμισμένο και την επαναφορά του στην κατηγορία των μη απομειωμένων δανείων, ο οφειλέτης πρέπει να έχει προβεί σε τακτικές καταβολές σύμφωνα με τους όρους μετά τη ρύθμιση, ενός σημαντικού ποσού του κεφαλαίου ή του τόκου της σύμβασης και μια δοκιμαστική περίοδος να έχει παρέλθει.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν την δοκιμαστική περίοδο που έχουν υιοθετήσει για την έξοδο του δανείου από καθεστώς ρύθμισης.

Σε περίπτωση παραβίασης των νέων όρων της ρύθμισης, η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου θα επανεκκινήσει αυτόματα κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του σχετικού ποσού σε καθυστέρηση.

 

4.4. Ανταλλαγή χρέους με απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τράπεζες μπορούν να συμμετέχουν σε συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με απόκτηση συμμετοχής (συμφωνίες αναδιάρθρωσης χρεών) επί του δανειολήπτη. Οι ανταλλαγές χρέους με απόκτηση συμμετοχής, αναφέρονται σε συναλλαγές στις οποίες, ο δανειολήπτης και η τράπεζα θα μπορούσαν να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους του δανείου, έτσι ώστε ο δανειολήπτης να εξαλείψει την υποχρέωση του, πλήρως ή μερικώς, με την έκδοση συμμετοχικών τίτλων στην τράπεζα. Οι εν λόγω ανταλλαγές συνήθως συμβαίνουν, όταν ο δανειολήπτης είναι σε οικονομική δυσχέρεια και αδυνατεί να εξυπηρετήσει το δάνειο. Οι πρωταρχικοί στόχοι τέτοιων ανταλλαγών είναι η μείωση της επιβάρυνσης εξυπηρέτησης του χρέους (κεφάλαιο και τόκοι) για τον δανειολήπτη, η ενθάρρυνση της πρόωρης αποπληρωμής του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων προς τον Όμιλο, η προστασία της αξίας του χρέους που υπολείπεται και η ωφέλεια από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση της αξίας του δανειολήπτη. Στις εν λόγω συμφωνίες δεν λαμβάνει χώρα ανταλλαγή μετρητών.

 

ΑΓ:

Οι τράπεζες θα πρέπει να γνωστοποιούν διακριτά, όλες τις ανταλλαγές χρέους με απόκτηση συμμετοχής όπου έχουν συμμετάσχει, παρέχοντας συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τα ποσοστά συμμετοχής που λαμβάνουν (δηλαδή αν απέκτησαν τον έλεγχο ή σημαντική επιρροή επί του δανειολήπτη, ή μειοψηφική συμμετοχή)

 

4.5. Ποιοτικές Γνωστοποιήσεις για τις ρυθμίσεις δανείων

 

ΑΓ:

Σύμφωνα με την παράγραφο 33 του Δ.Π.Χ.Α. 7, οι τράπεζες θα πρέπει να γνωστοποιούν τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του κινδύνου αυτού.

Ως εκ τούτου και με βάση την ανακοίνωση της ΕΑΚΑΑ, οι τράπεζες αναμένεται να περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ποιοτικές γνωστοποιήσεις στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, προκειμένου να επιτύχουν ακριβοδίκαιη παρουσίαση και τη γνωστοποίηση πληροφοριών που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να αξιολογήσουν τη σημαντικότητα των δανείων σε σχέση με την οικονομική τους θέση και απόδοση:

1. λεπτομέρειες σχετικά με τους τύπους των μέτρων ρύθμισης και πρακτικές που ακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς,

2. περιγραφή των κινδύνων που συνδέονται με τα μέτρα ρύθμισης που ελήφθησαν, καθώς και του τρόπου που γίνεται η διαχείριση και η παρακολούθηση των εν λόγω κινδύνων για σκοπούς εσωτερικής διαχείρισης,

3. λογιστικές πολιτικές που εφαρμόζονται όσον αφορά τα ρυθμισμένα περιουσιακά στοιχεία με:

i. διάκριση ανάμεσα στις περιπτώσεις όπου ένα μέτρο ρύθμισης έχει σαν συνέπεια την αποαναγνώριση του αρχικού περιουσιακού στοιχείου και, πότε οδηγεί σε απομείωση του καθώς και τις συνέπειες για τον λογιστικό χειρισμό του,

ii. μεθοδολογίες για την αξιολόγηση και τον υπολογισμό της απομείωσης των ρυθμισμένων περιουσιακών στοιχείων λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής της μεμονωμένης ή/και της συλλογικής αξιολόγησης για απομείωση,

iii. ορισμό, των περιπτώσεων όπου ο εκδότης δεν θεωρεί πλέον ένα περιουσιακό στοιχείο ρυθμισμένο μαζί με τυχόν συνέπειες για την κατάταξη του κινδύνου του περιουσιακού στοιχείου (π.χ. επιπτώσεις στην κατάταξη του ως απομειωμένο, επιπτώσεις στην αξιολόγηση και τον υπολογισμό των ζημιών απομείωσης),

iv. περιγραφή των κριτηρίων για την αναγνώριση των ζημιών απομείωσης και της επίδρασης στην κατάταξη των ρυθμισμένων δανείων με βάση τον κίνδυνο σε απομειωμένα/μη-απομειωμένα για τα διάφορα είδη των μέτρων ρύθμισης, για παράδειγμα, όπου τα μέτρα ρύθμισης:

α) οδηγούν ή όχι στην αναγνώριση ζημιάς απομείωσης,

β) έχουν δοθεί σε περιουσιακά στοιχεία που είχαν ήδη απομειωθεί σε προηγούμενες περιόδους αναφοράς και εξακολουθούσαν να θεωρούνται απομειωμένα κατά την ημερομηνία της ρύθμισης,

γ) έχουν οδηγήσει σε αποαναγνώριση του αρχικού περιουσιακού στοιχείου,

δ) χρησιμοποιούνται στην αναχρηματοδότηση των υφιστάμενων ανοιγμάτων, και

4. περιγραφή τυχόν αλλαγών σε αυτές τις πτυχές των μέτρων ρύθμισης από την προηγούμενη περίοδο.

 

4.6. Ποσοτικές Γνωστοποιήσεις για τις ρυθμίσεις δανείων

 

Σε σχέση με τα ποσοτικά στοιχεία, η παράγραφος 36 (γ) του Δ.Π.Χ.Α. 7 απαιτεί από τους εκδότες να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την πιστωτική ποιότητα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, έστω και αν αυτά είναι χωρίς καθυστέρηση και μη απομειωμένα. Την ίδια στιγμή, η παράγραφος 35 του Δ.Π.Χ.Α. 7 σημειώνει ότι, εάν τα ποσοτικά στοιχεία που γνωστοποιούνται στο τέλος της περιόδου αναφοράς δεν είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης της οικονομικής οντότητας σε κινδύνους κατά την περίοδο, η οικονομική οντότητα πρέπει να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες που να είναι αντιπροσωπευτικές. Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΑΚΑΑ, οι τράπεζες πρέπει να γνωστοποιούν τους πίνακες που παρουσιάζονται στην ενότητα 5.3 «Ρυθμίσεις Δανείων».

 

5. Πίνακες

 

Αποκλίσεις από την τυποποίηση των Πινάκων επιτρέπονται μόνο σε περίπτωση μη σημαντικότητας των παρατιθέμενων στοιχείων.

Συγκριτικά στοιχεία απαιτούνται σε όλες τις περιπτώσεις σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 1.38

Στη γεωγραφική κατανομή, οι τράπεζες οφείλουν να παρουσιάσουν κάθε σημαντική έκθεση σε συγκεκριμένη χώρα διακριτά.

 

  1. 19.11.2013 Ανακοίνωση για νέα ΔΠΧΑ

 

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνοντας υπόψη ότι από επισκόπηση των οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών διαπιστώθηκαν περιπτώσεις εταιρειών:

 

(α) που δεν έχουν υιοθετήσει της αλλαγές στα ΔΛΠ/ΔΠΧΑ που τέθηκαν σε ισχύ με του υπ' αριθ. 475/5.6.2012, 1255/11.12.2012 και 1256/13.12.2012 Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν τις τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 1 «Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων», στο ΔΛΠ 19 «Παροχές σε εργαζομένους», στο ΔΠΧΑ 7 «Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις», ΔΛΠ 12  «Φόροι Εισοδήματος» και την εφαρμογή του νέου ΔΠΧΑ 13 «Επιμέτρηση εύλογης αξίας».

(β) που επέλεξαν την πρόωρη εφαρμογή των ΔΠΧΑ «Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις», ΔΠΧΑ «Σχήματα υπό κοινό έλεγχο» και ΔΠΧΑ 12 «Γνωστοποίηση συμμετοχών σε άλλες οντότητες», χωρίς να γνωστοποιήσουν το σύνολο των πληροφοριών που ορίζονται στα πρότυπα αυτά,

 

εφιστά την προσοχή στην ορθή εφαρμογή των ανωτέρω προτύπων.

 

 

 

 

[1] https://www.financialstabilityboard.org/publications/r_121029.pdf

[2] December 2011 guidelines:

http://www.centralbank.ie/press-area/press-releases/Documents/Impairment%20Provisioning%20Guidelines-%20Central%20Bank%20of%20Ireland%20-%20Decemeber%202011.pdf

May 2013 guidelines:

http://www.centralbank.ie/regulation/industry-sectors/credit-institutions/Documents/Impairment%20Provisioning%20Guidelines%20May%202013.pdf

[3] http://www.eba.europa.eu/documents/10180/40000/CP-on-Forbearance-and-non-performing-exposures.pdf,

[4] http://www.esma.europa.eu/system/files/2012-853.pdf

[5] Παρόλο που οι ΒΣ και οι ΟΥ δεν αποτελούν απαίτηση των Δ.Π.Χ.Α. δεδομένου ότι δεν έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν ληφθεί υπόψη καθώς παρέχουν σχετική πληροφόρηση αναφορικά με τις αναμενόμενες σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 7 απαιτούμενες γνωστοποιήσεις.

[6]  http://www.ifrs.org/Updates/IFRIC-Updates/Documents/IFRICUpdateMay12.pdf

[7] http://media.ifrs.org/IFRICUpdateSep12.pdf http://www.ifrs.org/Meetings/MeetingDocs/Interpretations%20Committee/2012/September/031209AP03IAS39%20Greek%20Government%20Bonds.pdf

[8] http://media.ifrs.org/IFRICUpdateJul12.pdf